Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρά-νομος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρά-νομος, -ον, I. αυτός που ενεργεί ενάντια στο νόμο, παράνομος, σε Ευρ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για πράγματα αντίθετα στο νόμο, παράνομος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ. παρανόμως, παράνομα, σε Θουκ. 2. στο Αττ. δίκαιο, παράνομα γράφειν, εἰπεῖν, προτείνω μέτρο ασύμφωνο προς τους νόμους, στον ίδ.· η καταγγελία λέγεται παρανόμων γραφή, σε Αισχίν.· στον υπερθ., παρανομώτατα γεγραφότα, στον ίδ.