Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάσχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πάσχω, μέλ. πείσομαι, αόρ. βʹ ἔπαθον, παρακ. πέπονθα, υπερσ. ἐπεπόνθειν· όλοι αυτοί οι τύποι απαντώνται στον Όμηρ. και στους Αττ.· Επικ. τύποι, παρακ. πέποσθε αντί πεπόνθατε, παρακ. μτχ. θηλ. πεπᾰθυῖα αντί πεπονθυῖα. Κύρια σημασία· I. υφίσταμαι μια δυσχερή κατάσταση εξαιτίας της έλλειψης, υποφέρω, υφίσταμαι, μένω αδρανής, αντίθ. του πράττω, ενεργώ, δραστηριοποιούμαι, ἔρξαν τ' ἔπαθόν τε, σε Ομήρ. Οδ.· δρᾶν καὶ πάσχειν κ.λπ.· ὁμοίως πάσχω τινί, βρίσκομαι στην ίδια κατάσταση με..., σε Ηρόδ. II. η σημασία συχνά προσδιορίζεται σημασιολογικά από κάποιες λέξεις που δηλώνουν καλό ή κακό· 1. κακῶς πάσχειν, κακοποιούμαι, είμαι σε άσχημη κατάσταση, έχω άσχημη θέση, είμαι κακότυχος, σε Οδ. κ.λπ.· κακῶς π. ὑπό τινος, με μεταχειρίζονται άσχημα, γίνομαι αντικείμενο εκμετάλλευσης από..., σε Αισχύλ.· συχνά με επίθ., κακὰ, λυγρὰ πάσχω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· δεινὰ πάσχω, σε Δημ.· επίσης με ουσ. ἄλγεα πάσχω κ.λπ., σε Όμηρ. 2. εὖ πάσχειν, είμαι τυχερός, σε καλή κατάσταση, σε ευδαιμονία, σε Θέογν. κ.λπ.· επίσης, δέχομαι προνόμια, αντίθ. προς εὖ δρᾶν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ἀγαθὰ πάσχω, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. χωρίς περιοριστική λέξη θετικής ή αρνητικής σημασίας, αναφέρεται πάντα στο κακό, χρησιμ. αντί κακῶς ή κακὰ πάσχω, μάλα πολλ' ἔπαθον, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· μή τι πάθῃς, από φόβο μην πάθεις κάποιο κακό, σε Όμηρ.· εἴτι πάθοιμι ή ἤν τι πάθω, ευφημισμός, εάν συνέβαινε κάτι σε μένα, δηλ. εάν τύχαινε να πεθάνω, σε Ηρόδ., Αττ. 4. τί πάθω; λέγεται για να δηλώσει έντονη αμηχανία, τί πρόκειται να συμβεί σε μένα; τί μπορώ να κάνω; σε Όμηρ. κ.λπ.· τί πάσχεις; τί σου συμβαίνει; σε Αριστοφ. 5. η ερώτηση τί παθών; δηλώνει κάτι που αγνοείται, τί παθόντες γαῖαν ἔδυτε; τί πάθατε και ήρθατε στον Κάτω Κόσμο; σε Ομήρ. Οδ. III. είμαι επηρεασμένος, βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική διάθεση, είμαι σε συγκεκριμένη πνευματική κατάσταση, διατηρώ, τρέφω ορισμένα συναισθήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· ὅπερ ἂν οἱ πολλοί πάθοιεν, θα γινόταν με τους περισσότερους ανθρώπους, σε Θουκ.· ἵνα μὴ ταὐτὸ πάθητε τῷ ἵππῳ, για να μην πάθετε το ίδιο με το άλογο στο μύθο, σε Αριστ.· ὑϊκὸν πάσχει, έχει γουρουνίσια συμπεριφορά, σε Ξεν.· ομοίως λέγεται για πράγματα, πάσχει τοῦτο καὶ κάρδαμα, το ίδιο συμβαίνει και στα κάρδαμα, σε Αριστοφ. IV. τὰ εὖ πεπονθότα, ευεργεσίες που έλαβε κάποιος, σε Αισχίν.· πρβλ. δράω.