Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "οὗ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
οὐ, πριν από ψιλόφωνο φωνήεν οὐκ, ενώ πριν από δασύπνοο οὐχ, Αττ. επίσης οὐχί, Επικ. οὐκί· επίρρ. που χρησιμ. ως αρνητικό μόριο σε προτάσεις κρίσεως (πρβλ. μή), όχι, Λατ. non.
Α.
ΧΡΗΣΗ I. Συνάπτεται με μεμονωμένες λέξεις για να σχηματίσει μια οιονεί σύνθ. λέξη, οὐ δίδωμι, κατακρατώ, οὐκ ἐῶ, αρνούμαι, οὐκ ἐθέλω, Λατ. nolo, οὔ φημι, Λατ. nego. II. 1. ως αρνητικό όλης της πρότασης, τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 2. σε εξαρτημένες προτάσεις το οὐ χρησιμ.: α) με τα ὅτι και ὡς, μετά από λεκτικά ή γνωστικά ρήματα, ἔλεξε ὡς Ἕλληνες οὐ μενοῖεν, σε Αισχύλ. β) σε αιτιολογικές προτάσεις, καθώς και σε χρονικές προτάσεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται, σε Ηρόδ.· οὐκ ἔσθ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ, σε Ευρ. 3. σε υποθετική πρόταση το μὴ είναι απαραίτητο, εκτός: α) όταν το οὐ έχει στενή σύναψη με το ρήμα (βλ. ανωτ. I), εἰ φθονέω τε καὶ οὐκ εἰῶ διαπέρσαι, σε Ομήρ. Ιλ. β) όταν η εξαρτημένη πρόταση είναι υποθετική μόνο κατά τον τύπο, μὴ θαυμάσῃς, εἰ πολλὰ οὐ πρέπει σοι (όπου εἰ = ὅ τι), σε Ισοκρ.· δεινὸν γὰρ εἴη πρῆγμα, εἰ Ἕλληνας οὐ τιμωρησόμεθα, σε Ηρόδ. 4. το οὐ χρησιμ. με απαρ. στον πλάγιο λόγο, όταν αντιπροσωπεύει την οριστ. του ευθέος λόγου, λέγοντες οὐκ εἶναι αὐτόνομοι, σε Θουκ.· οἶμαι οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι σε Πλάτ. 5. το οὐ χρησιμ. με μτχ., όταν αυτή μπορεί να αναλυθεί σε πλήρη πρόταση με άρνηση οὐ· κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας = ὅ τι οὐ πολλοί εἰσι, σε Θουκ. 6. έναρθρα επίθ. και έναρθρα αφηρημένα ουσ. συνήθως συνάπτονται με το μή (βλ. μή Β. 6), αλλά και το οὐ χρησιμ. περιστασιακά· τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν, η μη διάλυση της γέφυρας, το γεγονός ότι δεν διαλύθηκε, σε Θουκ.· ομοίως, ἡ οὐ περιτείχισις, στον ίδ. Β. ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ, το αρνητικό μόριο συχνά επαναλαμβάνεται, έτσι ώστε τα δύο αρνητικά μόρια δεν ισοδυναμούν με ένα καταφατικό, σε Αττ.· οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον φίλου, σε Ευρ.· καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς ἄξιος οὐδὲν μᾶλλον τοῦ μὴ ζῶντος, σε Πλάτ.· οὐδενὶ οὐδαμῆ οὐδαμῶς οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει, στον ίδ. Γ. ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ του οὐ· μετά από ρήματα που δηλώνουν άρνηση, αμφιβολία και έριδα, ακολουθ. από τα ὡς ή ὅτι, το οὐ παρεμβάλλεται, ενώ στην Αγγλική το αρνητικό μόριο δεν απαιτείται, ἀμφισβητεῖ ὡς οὐ δεῖ δίκην διδόναι, σε Πλάτ.· ομοίως, το οὐ χρησιμ. στο δεύτερο σκέλος μιας αποφατικής παραβολικής πρότασης, ἥκει ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας, σε Ηρόδ. Δ. στην ποίηση, εάν το βρίσκεται πριν από το οὐ, οι δυο ηχητικές εκφορές συνενώνονται σε μια (συνίζηση), όπως στα ἢ οὐ, μὴ οὐ. Ε. το οὐ σε συνδυασμό με άλλα μόρια θα το βρούμε σε αλφαβητική σειρά, οὐ γάρ, οὐ μή κ.λπ.
οὗ, I. γεν. της αναφορ. αντων. ὅς. II. ως επίρρ., όπου, βλ. ὅς, , Β. III.
οὗ, I. Λατ. sui, γεν. ενικ. γʹ προσ., αρσ. και θηλ. αντί αὑτοῦ, αὑτῆς, επίσης όμως αντί αὐτοῦ, αὐτῆς, σε Όμηρ.· Ιων. και Επικ. τύποι, ἕο, εὗ, εἷο· Επικ. επίσης ἕθεν. II. δοτ. οἷ, Λατ. sibi = αὑτῷ, αὑτῇ, στον εαυτό του, στον εαυτό της, οἷ αὐτῷ και ἑοῖ αὐτῷ, σε Όμηρ.· αλλά, το εγκλιτ. οἱ = αὐτῷ, αὐτῇ, σ' αυτόν, σ' αυτήν, στον ίδ. III. αιτ. , Λατ. se, ἓ αὐτόν, ἓ αὐτήν, σε Όμηρ.· το οποίο στην Αττ. γίνεται ἑαυτόν, βλ. ἑαυτοῦ· τα εγκλιτ. , ἑέ, αυτόν, αυτήν, σε Ομήρ. Ιλ. IV.άλλοι τύποι της αιτ. είναι σφε, μιν, νιν, βλ. τα οικεία λήμματα. V. η ονομ. ήταν , βλ. το οικείο λήμμα Vκ.λπ. VI.για τον δυϊκ. και τον πληθ., βλ. σφωέ, σφεῖς.