Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "νύξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
νύξ, νυκτός, , Λατ. nox· I. 1. νύχτα, δηλ. είτε με τη σημασία της χρονικής περιόδου της νύχτας (αντίθ. προς την ημέρα) ή απλά ως μία νύχτα, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· νυκτός, τη νύχτα, Λατ. noctu, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· νυκτὸς ἔτι, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σε Ηρόδ.· νυκτὸς τῆσδε, σε Σοφ.· ἄκρας νυκτός, στη βαθύτατη σιγή της νύχτας, στον ίδ.· επίσης, νυκτί, σε Ηρόδ., Σοφ.· νύκτα, καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, στο μακρύ διάστημα της νύχτας, σε Όμηρ.· νύκτας, κατά τις νύχτες, στον ίδ.· μέσαι νύκτες, μεσάνυχτα, μεσονύχτι, σε Πλάτ. 2. με προθ.· ἀνὰ νύκτα, κατά τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ νύκτα, σε Ομήρ. Οδ.· εἰς νύκτα, εἰς τὴν νύκτα, προς τη νύχτα, σε Ξεν.· ὑπὸ νύκτα, μόλις νυχτώσει, σε Θουκ., Ξεν.· διὰ νυκτός, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλάτ.· ἐκ νυκτός, αμέσως μόλις πέσει η νύχτα, σε Ξεν.· πόρρω τῶν νυκτῶν, βαθιά μέσα στη νύχτα, στον ίδ.· ἐπὶ νυκτί, τη νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν νυκτί, ἐν τῇ νυκτί, σε Αισχύλ. κ.λπ. 3. στον πληθ. επίσης, νυχτερινές φρουρές, σε Πίνδ., Πλάτ.· οι Έλληνες διαιρούσαν τη νύχτα σε τρεις φυλακές, σε Όμηρ. κ.λπ. II. 1. το σκοτάδι της νύχτας, σε Όμηρ. 2. σκοτάδι, νύχτα του θανάτου, στον ίδ.· νὺξ Ἅιδης τε σῳζόντων κάτω, σε Σοφ. III. Νύξ, ως κύριο όνομα, η θεά της νύχτας, κόρη του Χάους, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. IV. νυχτερινό ή εσπερινό μέρος του ορίζοντα, δηλ. το δυτικό, η Δύση, σε Ησίοδ.