Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μά"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μά[ᾰ], μόριο που χρησιμ. σε έντονες διαμαρτυρίες και όρκους, ακολουθ. από αιτ. της θεότητας ή του πράγμ. όπου και απευθύνεται· δεν είναι καθαυτό ούτε καταφατικό ούτε αποφατικό, λαμβάνει ωστόσο την αντίστοιχη ιδιότητα όταν προτάσσεται ναί ήοὐ, ή από τα συμφραζόμενα. I. ναὶ μά..., σε κατάφαση, ναὶ μὰ τόδε τὸ σκῆπτρον, σε Ομήρ. Ιλ. ναὶ μὰ Δία, ναὶ μὰ τὸν Δία, σε Αριστοφ. Πλάτ. II. οὐ μά..., σε άρνηση, οὐ μὰ Ζῆνα, σε Ομήρ. Ιλ.· οὔ τοι μὰ τοὺς δώδεκα θεούς, σε Αριστοφ. III. στην Αττ. το μά χρησιμοποιείται συχνά μόνο του, κυρίως με αρνητική έννοια, μὰ τὸν Ἀπόλλω, σε Ευρ.· σε απαντήσεις, υποδηλώνεται άρνηση, οὐκ αὖ μ' ἐάσεις; (απάντ.) μὰ Δί' (δηλ. οὐκ ἐάσω), σε Αριστοφ. IV. το όνομα της θεότητας συχνά παραλείπεται ναὶ μὰ τόν, οὐ μὰ τόν, σε Πλάτ.
μᾶ, συντετμ. Δωρ. τύπος αντί μάτηρ, μᾶ γᾶ αντί μῆτερ γῆ, σε Αισχύλ.· μᾶ, πόθεν ἅνθρωπος, σε Θεόκρ.