Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λῆμμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λῆμμα, -ατος, τό (εἴ-λημ-μαι, Παθ. παρακ. του λαμβάνω), καθετί που μπορεί κάποιος να λάβει, εισόδημα, κέρδος, πρόσοδος, σε Αισχύλ.· λῆμμα καὶ ἀνάλωμα, έσοδα και έξοδα, σε Πλάτ.· γενικά, κέρδος, ωφέλεια, Λατ. lucrum, σε Σοφ., κ.λπ.· παντὸς ἥττων λήμματος, αδύναμος να αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, σε Δημ.· συχνά στον πληθ., στον ίδ.