Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κοινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κοινός, , -όν σπανίως -ός, -όν (από το ξύν = σύν, πρβλ. ξυνός
Α. I. 1.
κοινά μοιρασμένος, αυτός που ανήκει σε πολλούς, αντίθ. προς το ἴδιος, σε Ησίοδ., Αττ.· παροιμ., κοινὸν τύχη, σε Αισχύλ.· κοινὰ τὰ τῶν φίλων, σε Ευρ. 2. με δοτ., κ. τινι, κοινός σε ή με κάτι άλλο, σε Αισχύλ.· επίσης με γεν., πάντων κ. φάος, στον ίδ. II. κοινός σε όλους τους ανθρώπους, δημόσιος, κοινόχρηστος, γενικός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. III. 1. τὸ κοινόν, πολιτεία, Λατ. respublica, σε Ηρόδ., Αττ. 2. διακυβέρνηση, δημόσιες αρχές, σε Θουκ., Ξεν.· ἀπὸ τοῦ κοινοῦ, μέσω δημόσιας εξουσίας, σε Ηρόδ.· ἄνευ τοῦ τῶν πάντων κοινοῦ, χωρίς τη συναίνεση της συμμαχίας, σε Θουκ. 3. δημόσιο ταμείο, σε Ηρόδ., Θουκ. 4. τὰ κοινά, δημόσια ζητήματα, σε Ρήτ.· πρὸς τὰ κοινὰ προσελθεῖν, προσιέναι, μπαίνω στο δημόσιο βίο, σε Δημ. κ.λπ.· επίσης τα δημόσια χρήματα, σε Αριστοφ. IV. κοινός, συνηθισμένος, κανονικός, σε Πλάτ. κ.λπ. V. 1. λέγεται για πρόσωπα κοινής καταγωγής ή συγγενεύοντα μεταξύ τους, ιδίως για όσους έχουν αδελφική σχέση, σε Πίνδ., Σοφ. 2. όπως το κοινωνός, συμμέτοχος, σε Σοφ., Αριστοφ. 3. αυτός που ακούει τους πάντες, αντικειμενικός, αμερόληπτος, σε Θουκ., Πλάτ.· καταδεκτικός, προσηνής, φιλοπροσήγορος, σε Ξεν. 4. λέγεται για περιστατικά, κοινότεραι τύχαι, περισσότερο ίσες (δηλ. δικαιότερες) ευκαιρίες, σε Θουκ. VI. λέγεται για κρέατα, κοινός, ανόσιος, ακάθαρτος, βέβηλος, σε Κ.Δ. Β. I. 1. επίρρ. κοινῶς, από κοινού, μαζί, αντίθ. προς το ἰδίᾳ, σε Ευρ. κ.λπ. 2. δημόσια, σε Θουκ. κ.λπ. 3. κοινωνικά, όπως οι άλλοι πολίτες, σε Αριστ., Πλούτ. 4. με συνηθισμένη γλώσσα ή τρόπο, σε Πλούτ. II. 1. ομοίως δοτ. θηλ. κοινῇ, από κοινού, με κοινή συναίνεση, συμφώνως, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. 2. δημοσίως, σε Ξεν. III. ομοίως με πρόθ., ἐς κοινόν, από κοινού, σε Αισχύλ.· εἰς τὸ κ., για κοινή χρήση, σε Πλάτ.