Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κεῖμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κεῖμαι, κεῖσαι, κεῖται, Ιων. κέεται· πληθ. κεῖνται, Ιων. κέᾰται, Επικ. επίσης κέονται· προστ. κεῖσο, κείσθω· υποτ., γʹ ενικ. κέηται, Επικ. κῆται· ευκτ. κεοίμην, απαρ. κεῖσθαι, Ιων. κέεσθαι· μτχ. κείμενος, παρατ. ἐκείμην, Επικ. κείμην, Επικ. γʹ ενικ. κέσκετο, Ιων. γʹ πληθ. ἐκέατο, Επικ. κέατο, κείατο· μέλ. κείσομαι, Δωρ. κεισεῦμαι. I. 1. Ριζική σημασία, είμαι τοποθετημένος (χρησιμ. ως Παθ. στο τίθημι), και ομοίως, είμαι πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ δ' ἐπ' ἔννεα κεῖτο πέλεθρα, ήταν ξαπλωμένος σε έκταση εννέα πλέθρων, σε Ομήρ. Οδ.· κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν, τον κλωτσά ενώ αυτός είναι κάτω, σε Αριστοφ. 2. κοιμάμαι, αναπαύομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, στέκομαι αδρανής, κάθομαι ήσυχος, στον ίδ.· ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, λέγεται για τον Οδυσσέα κάτω από την κοιλιά του κριαριού, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸν κείμενον, κακό που «κοιμάται», σε Σοφ. 3. είμαι άρρωστος ή τραυματισμένος, βρίσκομαι σε άθλια κατάσταση, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βρίσκομαι στο έλεος του εχθρού, σε Αισχύλ. 4. κείμαι νεκρός, όπως το Λατ. jacere, σε Όμηρ., Ηρόδ., Τραγ. 5. είμαι παραμελημένος, λέγεται για άταφο σώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, λέγεται για τόπους, κείμαι σε ερείπια, σε Αισχύλ. 6. λέγεται για παλαιστές, είμαι ηττημένος, στον ίδ., Αριστοφ. II. λέγεται για τόπους, βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. III. κείμαι, είμαι αποθηκευμένος, λέγεται για αγαθά, περιουσία, σε Όμηρ.· επίσης λέγεται για πράγματα αφιερωμένα στους θεούς, σε Ηρόδ.· όπως επίσης και για χρήματα, κείμενα, που έχουν εναποτεθεί, στον ίδ. IV. είμαι ορισμένος, κεῖται ἄεθλον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι, σε Σοφ. 2. λέγεται για νόμους, κεῖται νόμος, ο νόμος έχει τεθεί, σε Ευρ., Θουκ.· οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, οι ορισμένοι νόμοι, σε Αριστοφ.· κεῖται ζημία, η ποινή είναι ορισμένη από το νόμο, σε Θουκ. 3. χρησιμοποιείται για ονόματα, αποδίδεται το όνομα, σε Ηρόδ., Ξεν. V. 1. μεταφ., πένθος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται, οδύνη βαραίνει την καρδιά μου, σε Ομήρ. Οδ.· ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. αυτά τα πράγματα βρίσκονται στη δικαιοδοσία των θεών, αν θα δοθούν ή όχι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κεῖσθαι ἔν τινι, εναπόκεινται εξ ολοκλήρου ή εξαρτώνται από εκείνον, σε Πίνδ.· θεῷ κείμεθα, σε Σοφ. 3. είμαι τέτοιου είδους, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απλώς, βρίσκομαι, είμαι, νεῖκος κ. τισι, υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους, σε Σοφ.