Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κήδω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κήδω, παρατ. ἔκηδον, Ιων. κήδεσκον· μέλ. κηδήσω (από έναν τύπο κηδέω) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. κηδέσκετο· μέλ. κεκᾰδήσομαι (αντί κεκαδήσω, κέκαδον, βλ. χάζω Β)· προστ. αορ. αʹ κήδεσαι, παρακ. κέκηδα (με ενεστ. σημασία)· I. Ενεργ., ενεργώ, ταράζω, ενοχλώ, δυσαρεστώ, θλίβω, σε Όμηρ. II. Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., τῶν ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. κηδόμενος, , -ον, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, ανήσυχος, σε Ομήρ. Ιλ.
κἤδωκε, Δωρ. κράση αντί καὶ ἔδωκε.