Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴδω"

Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
*εἴδω (√ϜΙΔ, Λατ. vid-eo), βλέπω· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., αλλά χρησιμ. το ὁράω στη θέση του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ εἶδον διατηρεί την κύρια σημασία του «βλέπω»· αντίθ. ο παρακ. οἶδα (έχω δει) σημαίνει «γνωρίζω» και χρησιμ. ως ενεστ.
Α.
αόρ. βʹ εἶδον, Επικ. χωρίς αύξ. ἴδον, Ιων. γʹ ενικ. ἴδεσκε· προστ. ἴδε (ως επίρρ. ἰδέ, ecce)· υποτ. ἴδω, Επικ. ἴδωμι· ευκτ. ἴδοιμι· απαρ. ἰδεῖν, Επικ. ἰδέειν, μτχ. ἰδών· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. ἰδησῶ· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την ίδια σημασία, εἰδόμην, Επικ. ἰδόμην· προστ. ἰδοῦ (ως επίρρ. ἰδού, ecce)· υποτ. ἴδωμαι, ευκτ. ἰδοίμην, απαρ. ἰδέσθαι, μτχ. ἰδόμενος· ὄψομαι, χρησιμ. ως μέλ., ἑόρᾱκα ή ἑώρᾰκα, ως παρακ.· I. 1. βλέπω, διακρίνω, αντικρύζω, παρατηρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά από ουσ., θαῦμα ἰδέσθαι, αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς ἰδεῖν, σε Αισχύλ. 2. κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω, εἰς ὦπα ἰδέσθαι, κοιτάζω στο πρόσωπο, κατά πρόσωπο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 3. κοιτάζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ἀχρεῖον ἰδών, δείχνω ανήμπορος, αμήχανος, αδέξιος, στο ίδ. 4. βλέπω πνευματικά, διανοητικά, ἰδέσθαι ἐν φρεσίν, «βλέπω στο μάτι του μυαλού του», σε Όμηρ. II. 1. Μέσ. ενεστ. εἴδομαι, Επικ. γʹ ενικ. ἐείδεται, αόρ. αʹ εἰσάμην, Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. ἐείσαο, -ατο, Λατ. videro, είμαι ορατός, φαίνομαι, εἴδεται ἄστρα, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., φαίνομαι ή φαίνομαι ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται εἶναι, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον εἴσατο, στο ίδ.· ακόμη, εἴστα' ἴμεν, προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ. 3. με αυστηρά Μέση σημασία, με δοτ., ἐείσατο φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο πολίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης γίνομαι όμοιος (στη μορφή με κάποιον), στο ίδ. Β. παρακ. οἶδα, έχω δει, δηλ. γνωρίζω, ως ενεστ.· υπερσ. ᾔδειν, ᾔδεα, Αττ. ᾔδη, γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. οἶσθα, σπανίως, οἶδας· πληθ. ἴσμεν (Επικ. και Δωρ. ἴδμεν), ἴστε, ἴσασι, σπανίως οἴδαμεν, -ατε, -ᾶσι· προστ. ἴσθι, ἴστω (Βοιωτ. ἴττωυποτ. εἰδῶ, Επικ. ἰδέω, πληθ. εἴδομεν, Επικ. αντί εἰδῶμεν, εἴδετε αντί εἴδητε, ευκτ. εἰδείην, απαρ. εἰδέναι, Επικ. ἴδμεναι, ἴδμεν, μτχ. εἰδώς, εἰδυῖα, Επικ. ἰδυῖα, υπερσ. ᾔδη, ᾔδησθα (σπανίως ᾔδης), ᾔδη· Αττ. επίσης ᾔδειν, Ιων. ᾔδεα, ᾔδεε· Επικ. επίσης ἠείδης, ἠείδη, Αττ. αʹ πληθ. ᾔδειμεν, ᾔδεμεν, βʹ πληθ. ᾔδειτε, γʹ πληθ. ᾔδεσαν· επίσης, βραχύτεροι τύποι ᾖσμεν, ᾖστε, ᾖσαν, Επικ. γʹ πληθ. ἴσαν· μέλ. με την ίδια σημασία, εἴσομαι ή εἰδήσω, Επικ. απαρ. εἰδήσεμεν· 1. γνωρίζω, εὖ οἶδα, γνωρίζω καλά· εὖ ἴσθι, βεβαιώσου· συχνά με αιτ. πράγμ., νοήματα οἶδε, μήδεα οἶδε, είναι ἔμπειρος σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, πεπνυμένα, φίλα, ἀθεμίστια εἰδώς, στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ εἰδώς, επιδεξιότητα στη χρήση του τόξου· οἰωνῶν σάφα εἰδώς, σε Ομήρ. Οδ.· χάριν εἰδέναι τινί, αναγνωρίζω τη χάρη, το χρέος σε κάποιον, οφείλω κάτι σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, ἴστω Ζεὺς αὐτός, μάρτυς μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. ἴττω Ζεύς, ἴττω, σε Αριστοφ.· -εἰδώς απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἰδυίῃσι πραπίδεσσι, με μορφωμένο μυαλό, στο ίδ. 2. με απαρ., γνωρίζω με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω κάτι, στο ίδ., σε Αττ. 3. με μτχ., γνωρίζω πώς έχει η κατάσταση, ἴσθι μοι δώσων, γνωρίζω ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐλθόντα, σε Θουκ. 4. οὐκ οἶδ' εἰ, δεν γνωρίζω αν..., δηλώνει δυσπιστία, ως το Λατ. nescio an non, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι, σε Ευρ. 5. οἶδα ή ἴσθι συχνά παρενθετικά, οἶδ' ἐγώ, στον ίδ.· οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι, ἴσθ' ὅτι, πάρειμι, σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' ὅτι, σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, οἶσθ' n δρᾶσον· ισοδύν. του δρᾶσον - οἶσθ' ὅ, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· οἶσθ' ὡς ποίησον κ.λπ.
εἰδωλεῖον, τό (εἴδωλον), ναός ειδώλων, σε Κ.Δ.
εἰδωλό-θῠτος, -ον, θύω, αυτός που θυσιάζεται στα είδωλα· εἰδωλόθυτα, τά, κρέατα που προσφέρονταν στα είδωλα, σε Κ.Δ.
εἰδωλολατρεία, , η λατρεία των ειδώλων, σε Κ.Δ.
εἰδωλο-λάτρης, -ου, , (λάτρις), αυτός που προσκυνά τα είδωλα, ειδωλολάτρης, σε Κ.Δ.
εἴδωλον, τό (εἶδος), I. εικόνα, φάντασμα, οπτασία, σε Όμηρ., Ηρόδ.· βροτῶν εἴδωλα καμόντων φαντάσματα, σκιές νεκρών ανδρών, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για κάθε άϋλη μορφή, σκιᾶς εἴδωλον, σε Αισχύλ.· οὐδέν ἄλλο πλὴν εἴδωλα, σε Σοφ. II. εικόνα, ιδέα στο μυαλό, σε Ξεν.· επίσης, φαντασιοπληξία, σε Πλάτ. III. εικόνα, ομοιότητα, σε Ηρόδ. IV.εικόνα, είδωλο, σε Κ.Δ.
εἰδωλοποιέω, μέλ. -ήσω, σχηματίζω μια εικόνα στο μυαλό, σε Πλάτ.
εἰδωλοποιΐα, , σχηματισμός ειδώλων ή εικόνων, όπως σε καθρέφτη, σε Πλάτ.
ειδωλο-ποιός, (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει είδωλα, σε Πλάτ.
εἰδώς, μτχ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.