Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἰκός"

Βρέθηκαν 16 λήμματα [1 - 16]
εἰκός, Ιων. οἰκός, -ότος, τό, I. 1. μτχ. ουδ. του εἶκα ή ἔοικα, που μοιάζει στην αλήθεια, δηλ. πιθανό, εύλογο, λογικό, Λατ. verisimile, σε Τραγ. 2. ως ουσ. εἰκός, τό, πιθανό ή εύλογο, τὰ οἰκότα, τα εύλογα, σε Ηρόδ.· κατὰ τὸ εἰκός, σύμφωνα με αυτό που είναι φυσικό, εύλογο, σε Θουκ.· ἐκ τοῦ εἰκότος, στο ίδ.· ἤν γ' ἐρωτᾷς εἰκότ', εἰκότα κλύεις, σε Ευρ. II. λογικό, δίκαιο, σωστό, σε Θουκ.
εἰκοσά-βοιος, Επικ. ἐεικ-, -ον (βοῦς), αυτός που αξίζει είκοσι βόδια, σε Ομήρ. Οδ.
εἰκοσα-ετής, -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι 20 χρόνων, σε Ηρόδ.
εἰκοσάκις (εἴκοσι), είκοσι φορές, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰκοσά-μηνος, -ον (μήν), αυτός που έχει ηλικία είκοσι μηνών, σε Ανθ.
εἰκοσά-πηχυς, , = εἰκοσιπ-, σε Λουκ.
εἰκοσάς, -άδος, , = εἰκάς, σε Λουκ.
εἰκοσ-έτης, = εἰκοσαετής, σε Ανθ.· θηλ. -ετίς, -ίδος, στο ίδ.
εἴκοσι, άκλιτο, είκοσι, Λατ. viginti, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης σε Επικ. τύπο ἐείκοσι, πριν από φωνήεν ἐείκοσιν, στο ίδ.
εἰκοσι-ετής, -ές, = εἰκοσα-ετής, σε Πλάτ.
εἰκοσι-νήριτος, -ον, είκοσι φορές τόσος, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰκοσί-πηχυς, , αυτός που αποτελείται από είκοσι πήχεις (δηλ. 9,25μ.), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
εἰκόσ-ορος, ποιητ. ἐεικ-, -ον (εἴκοσι, ἐρ-έσσω), αυτός που έχει είκοσι κουμπιά, σε Ομήρ. Οδ.
εἰκοστή, , βλ. εἰκοστός II.
εἰκοστο-λόγος, , (λέγω), αυτός που συλλέγει ή εισπράττει το φόρο της εικοστής, φοροεισπράκτορας, σε Αριστοφ.
εἰκοσ-ώρυγος, -ον (ὀργυία), αυτός που αποτελείται από είκοσι οργυιές, σε Ξεν.