Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δόξᾰ"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δόξᾰ, (δοκέω), I. αντίληψη, γνώμη, σωστή ή λανθασμένη, και ομοίως: 1. προσδοκία, ἀπὸ δόξης, διαφορετικά από ό,τι θα περίμενε κάποιος, σε Όμηρ.· παρὰ δόξαν ἤ..., σε Ηρόδ.· αντίθ., κατὰ δόξαν, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ δόξης πεσέειν, Λατ. spe excidere, σε Ηρόδ.· δόξαν παρέχειν τινί, κάνω κάποιον να περιμένει ότι, με απαρ., σε Ξεν. 2. γνώμη, κρίση, δόγμα, σε Πίνδ. σε Αττ. 3. όπως το δόκησις, απλή γνώμη, εικασία, υπόθεση, σε Αισχύλ. κ.λπ.· δόξῃἐπίστασθαι, φαντάζομαι, υποθέτω (αλλά, εσφαλμένα), σε Ηρόδ.· επίσης, φαντασία, όραμα, όνειρο, οπτασία, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. αντίληψη, γνώμη που έχουν οι άλλοι για κάποιον ή κάτι, εκτίμηση, υπόληψη, φήμη, δόξα, Λατ. existimatio, σε Σόλωνα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· δόξαν φέρεσθαι, ἔχειν, σε Θουκ. κ.λπ.· τινάς, για ένα πράγμα, σε Ευρ.· σπανίως λέγεται για άσχημη φήμη, σε Δημ. 2. η κοινώς αποδεκτή αντίληψη, ιδέα που διαμορφώνεται για ένα πράγμα, στον ίδ. III. λέγεται για εξωτερική εμφάνιση, λαμπρότητα, φωτεινότητα, αρχοντιά, ακτινοβολία, σε Κ.Δ.
δοξάζω, μέλ. -άσω, I. 1. σκέφτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, υποθέτω, εικάζω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ. που παραλείπεται, πῶς ταῦτ' ἀληθῆ δοξάσω; πώς μπορώ να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθή; στον ίδ.Παθ., δοξάζεται (ενν. εἶναι), υποθέτουν ότι είμαι, σε Πλάτ. 2. με σύστ. αιτ., δόξαν δοξάζειν, αποδέχομαι, υιοθετώ μια γνώμη, στον ίδ. 3. απόλ., έχω τη γνώμη, πιστεύω, φρονώ, σε Σοφ., Θουκ. II. εγκωμιάζω, εκθειάζω, επαινώ, εξυμνώ, τιμώ, στον ίδ.
δόξασμα, -ατος, τό, αντίληψη, άποψη, γνώμη, ιδέα, εικασία, σε Θουκ. κ.λπ.· φαντασίωση, όραμα, ψευδαίσθηση, σε Ευρ.
δοξαστός, , -όν, υποθετικός, φανταστικός, σε Πλάτ.