Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γρᾰφή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γρᾰφή, (γράφω), η (ανα)παράσταση μέσω της μεθόδου των γραμμών· I. 1. ιχνογράφηση ή σχεδιασμός, σε Ηρόδ.· λέγεται για τη ζωγραφική, στον ίδ., σε Πλάτ. 2. σχέδιο, ζωγραφιά, εικόνα· ὅσονγραφῇ, μόνο σε μια εικόνα, σε Ηρόδ.· πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς, σε Αισχύλ. II. 1. γράψιμο, τέχνη της γραφής, σε Πλάτ. 2. σύγγραμμα, σε Σοφ.· επιστολή, σε Θουκ.· ομοίως στον πληθ., όπως το γράμματα, σε Ευρ.· ψευδεῖς γραφαί, στρεβλές δηλώσεις, ψευδή έγγραφα, στον ίδ. III. (γράφομαι) ως Αττ. δικανικός όρος, παραπεμπτικό βούλευμα, έγγραφη κατηγορία σε μια δημόσια δίκη, αυτεπάγγελτη από την πολιτεία κατά εγκληματιών δίωξη, αντίθ. προς το δίκη (που σημαίνει την ιδιωτική καταγγελία), σε Πλάτ. κ.λπ.