Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰτέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰτέω, Ιων. παρατ. αἴτεον· μέλ. αἰτήσω, αόρ. αʹ ᾔτησα, παρακ. ᾔτηκα, Παθ. παρακ. ᾔτημαι, ζητώ, I. 1. επαιτώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., ζητώ κάτι, ποθώ, ζητώ επίμονα, απαιτώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁδὸν αἰτῶ, παρακαλώ να αποχωρήσω, δηλ. ζητώ την άδεια να απέλθω, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ζητώ από κάποιον κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· δίκας αἰτῶ τινα φόνου, απαιτώ από κάποιον ικανοποίηση για φόνο που έχει διαπράξει, σε Ηρόδ. 3. με αιτ. προσ. και απαρ., ζητώ σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. Μέσ., ζητώ κάτι για τον εαυτό μου, για προσωπική μου χρήση ή σκοπό, αξιώνω, διεκδικώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συχνά όμως χρησιμ. ακριβώς όπως ο Ενεργ. τύπος. III. Παθ. λέγεται, 1. για πρόσωπα, μου ζητείται από κάποιον κάτι, παρακαλούμαι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. για πράγματα, ζητούμαι· τὸαἰτεόμενον, σε Ηρόδ. κ.λπ.