Αποτελέσματα για: "*κσ*"
Βρέθηκαν 29 λήμματα [1 - 20]
-
ἐκ-σᾰλάσσω, κουνώ, σείω βίαια, τραντάζω, σε Ανθ.
-
ἐκσᾰόω, αόρ. αʹ ἐξεσάωσα, Επικ. αντί ἐκσῴζω, σε Όμηρ.
-
ἐκ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, εκτρέπω, τι τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
-
ἐκ-σεύομαι· παρακ. ἐξέσσῠμαι, γʹ πληθ. υπερσ. ἐξέσσῠτο, αόρ. αʹ ἐξεσύθην [ῠ]· εξορμώ, προβάλλω ξαφνικά από ένα μέρος, εκτινάσσομαι, με γεν., σε Όμηρ.· απόλ., εξορμώ, στον ίδ.
-
ἐκ-σημαίνω, μέλ. -ᾰνῶ, φανερώνω, αποκαλύπτω, υποδεικνύω, μαρτυρώ, γνωστοποιώ, σε Σοφ.
-
ἐκ-σῑγάομαι, Παθ., εξαναγκάζομαι σε απόλυτη σιωπή, σε Ανθ.
-
ἐκ-σκεδάννῡμι, μέλ. -σκεδάσω, σκορπίζω στον άνεμο, σε Αριστοφ.
-
ἐκ-σκευάζω, μέλ. -σω, απογυμνώνω από εργαλεία κι άλλα σύνεργα, σε Δημ.
-
ἐκ-σμάω, σφουγγίζω, σκουπίζω καθαρά, σε Ηρόδ.
-
ἐκ-σοβέω, μέλ. -ήσω, διώχνω, αποσοβώ, σε Ανθ.
-
ἐκ-σπάω, μέλ. -άσω, βγάζω, τραβώ κάποιον βίαια έξω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και σε Μέσ., ἐκσπασσαμένω ἔγχεα, τράβηξαν έξω τα δόρατά τους, στο ίδ.
-
ἐκ-σπένδω, μέλ. -σπείσω, προσφέρω στους θεούς σπονδές, σε Ευρ.
-
ἔκ-σπονδος, -ον (σπονδή), = ἔξω τῶν σπονδῶν, αυτός που δεν περιλαμβάνεται στις σπονδές, που έχει αποκλεισθεί, που έχει εξαιρεθεί από αυτές, σε Θουκ., Ξεν.
-
ἑκ-στάδιος, -ον (ἕξ, στάδιον), αυτός που έχει μήκος έξι στάδια (δηλ. 1.110 μέτρα), σε Λουκ.
-
ἔκστᾰσις, -εως, ἡ (ἐξίστημι), οποιαδήποτε μετατόπιση ή μετακίνηση· γοητεία, έκπληξη, κατάπληξη, σε Κ.Δ.· έκσταση, στο ίδ.
-
ἐκστᾰτικός, -ή, -όν, αυτός που μετακινείται από τη θέση του, με γεν., σε Αριστ.
-
ἐκστέλλω, μέλ. -στελῶ, εφοδιάζω, εξοπλίζω, στολίζω, σε Σοφ.
-
ἐκ-στέφω, μέλ. -ψω, στολίζω, διακοσμώ με στεφάνι, σε Ευρ.· λέγεται για ικέτες, κρᾶτας ἐξεστεμμένοι, στον ίδ.· αλλά, ἱκτηρίοις κλάδοισιν ἐξεστεμμένοι, με στεφάνια πάνω στα ικετευτικά κλαδιά ελιάς, σε Σοφ.
-
ἐκστρᾰτεία, ἡ, αναχώρηση στρατού, σε Λουκ.
-
ἐκ-στρᾰτεύω, μέλ. -σω· I. εξέρχομαι σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε Θουκ., Ξεν. II. 1. στη Μέσ. απόλ., αρχίζω εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. έχω ολοκληρώσει την επιχείρηση, στον ίδ.