
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥέγκω"
- ῥέγκω, μέλ. ῥέγξω, ροχαλίζω, Λατ. sterto, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· λέγεται για άλογα, (ξε)φυσώ, ρουθουνίζω, σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).