
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἴλη[ῑ]"
- ἴλη[ῑ], Δωρ. ἴλα, Ιων. εἴλη, ἡ (ἴλλω, εἴλω)· 1. πλήθος, ομάδα, τάγμα ανδρών, σε Ηρόδ., Σοφ.· εὔφρονες ἶλαι, εύθυμες συντροφιές, φαιδροί όμιλοι, σε Πίνδ.· επίσης, ἴλη λεόντων, σε Ευρ. 2. ως στρατιωτικός όρος, ίλη ιππικού, Λατ. turma, ala, κατ' ἴλας = ἰλαδόν, σε αντιδιαστολή προς το κατὰ τάξεις, σε Ξεν.