
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑωθῐνός"
- ἑωθῐνός, -ή, -όν (ἕως), πρωινός, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὸ ἑωθινόν, ως επίρρ., νωρίς το πρωί, σε Ηρόδ.· ομοίως, ἐξἑωθινοῦ = ἕωθεν, σε Ξεν.