Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
*μάω, απαντά μόνο στον παρακ. μέμαα με σημασία ενεστ., γʹ πληθ. μεμάασι· και σε συγκεκομ. τύπους, δυϊκ. μέμᾰτον, πληθ. μέμᾰμεν· γʹ ενικ. προστ. μεμάτω· γʹ πληθ. υπερσ. μέμᾰσαν, μτχ. μεμᾰώς, μεμαυῖα, γεν. μεμᾱότος, Επικ. επίσης μεμᾰῶτος· I. 1. εύχομαι με ζέση, προσπαθώ σκληρά, ποθώ, επιθυμώ, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., επιθυμώ σφοδρά, έχω ζήλο για κάτι· συχνά επίσης με επίρρ., πῆ μέματον, πού τόσο γρήγορα;, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσσω μεμανυῖαι, πιέζοντας προς τα μπρος, στο ίδ.· αμτβ. στη μτχ., ἔβη μεμαώς, δρασκέλισε βιαστικά, με ζήλο, στο ίδ.· ἐν πέτρᾳ μεμαώς, λέγεται για ψαρά που βρίσκεται σε αναμονή, σε Θεόκρ. 2. είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι, θέτω σαν στόχο, μεμάασιν αὖθι μένειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. Μέσ. τύπος σε Δωρ. απαρ. μῶσθαι, μτχ. μώμενος, αναζητώ, εποφθαλμιῶ, με αιτ., σε Θέογν. κ.λπ.· με απαρ. ή αμτβ., σε Αισχύλ.