Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [1141 - 1160]
στῐβᾰρός, , -όν (στείβω), ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
στῐβάς, -άδος, (στείβω), 1. στρώμα από άχυρο, από σπάρτα ή από φύλλα, σε Ευρ., Θεόκρ. 2. στρώμα, κλίνη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
στῐβεῖν, απαρ. αόρ. βʹ του στείβω.
στῐβέω (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.
στίβη[ῑ], (στείβω;), παγωμένη δροσοσταλίδα, πάχνη, παγετός, σε Ομήρ. Οδ.
στίβι[ῐ], τό, Λατ. stibium = στίμμι.
στῐβίζομαι, Μέσ. ή Παθ., βάφω τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρά μου με μαύρη βαφή (στίβι), σε Στράβ.
στίβος[ῐ], (στείβωI. δρόμος που έχει πατηθεί, πέρασμα, μονοπάτι, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ. II. ίχνος, αποτύπωμα ποδιού, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· κατὰ στίβον, επί τα ίχνη, στα βήματα, σε Ηρόδ.· στίβοι φιλάνορες, ίχνη αυτής που είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι με άντρα, σε Αισχύλ. III. βάδισμα, πορεία, σε Σοφ.
στιγεύς, -έως, (στίζω), αυτός που δημιουργεί σχήματα, δερματοστιξίες χρησιμοποιώντας βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, αυτός που φιλοτεχνεί τατουάζ, σε Ηρόδ.
στίγμα, -ατος, τό (στίζω), σημάδι που δημιουργείται από πυρακτωμένη βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, τατουάζ, σημάδεμα, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
στιγμᾰτηφορέω, μέλ. -ήσω, φέρω σημάδια από πυρακτωμένη βελόνα ή εργαλείο με οξεία απόληξη, έχω τατουάζ, σε Λουκ.
στιγμᾰτη-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει στίγματα από πυρακτωμένη βελόνα ή άλλο όργανο με οξεία απόληξη, διάστικτος.
στιγμᾰτίας, -ου, Ιων. -ίης, -εω, , αυτός που φέρει στίγματα από βελόνα, στιγματισμένος (σημαδεμένος), ώστε να αναγνωρίζεται· κακοποιός, φυγάδας σκλάβος που έχει σημαδευτεί, ώστε να αναγνωρίζεται και να τιμωρείται, σε Ξεν. κ.λπ.
στιγμή, (στίξω), = στίγμα, σημάδι από πυρακτωμένη βελόνα, στίγμα, σε Αριστ.· μεταφ., αιχμή, άκρο, σημείο αιχμής, σε Δημ.· ἐν στιγμῇ χρόνου, σε μια στιγμή, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε Κ.Δ.
στίζω, μέλ. στίξω, αόρ. αʹ ἔστιξαΠαθ., παρακ. ἔστιγμαι (√ΣΤΙΓ, πρβλ. ἔ-στιγ-μαι, στιγ-μή κ.λπ.1. σημαδεύω με αιχμηρό όργανο, με εργαλείο που έχει οξεία απόληξη, δημιουργώ σχήματα ή εικόνες στο σώμα με πυρακτωμένη βελόνα, κάνω τατουάζ, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. στιγματίζω, σημαδεύω κάποιον ώστε να φέρει σημάδι ως ένδειξη καταισχύνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἔστιζον στίγματα βασιλήϊα, τους σημάδευαν με τα βασιλικά χαρακτηριστικά στίγματα, διακριτικά σημάδια, σε Ηρόδ.· ιδίως λέγεται για φυγάδες, δούλους ή κακοποιούς, δραπέτης ἐστιγμένος, σε Αριστοφ. 3. με διπλή αιτ., στίγματα στίζειν τινά, σημαδεύω, στιγματίζω κάποιον με ένα χαρακτηριστικό σημάδι, σε Ηρόδ. 4. μεταφ., βακτηρίᾳ στίζω, κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο, σε Αριστοφ. 5. σημειώνω στο κείμενο τελεία στιγμή, βάζω τελεία, Λατ. interpungere, σε Ανθ.
στικτός, , -όν, ρημ. επίθ. του στίζω, στιγματισμένος, αυτός που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο αιχμηρό άκρο, σε Ανθ.· γενικά, κατάστικτος, ποικιλόχρωμος, σε Σοφ., Ευρ.· στικτὰ ὄμματα, λέγεται για τα εκατό μάτια του Άργου, σε Ευρ.
στίλβω, κυρίως σε ενεστ. και παρατ., λάμπω, γυαλίζω, απαστράπτω, ακτινοβολώ, σε Όμηρ., Ευρ.· με σύστ. αιτ., στίλβω ἀστραπάς, εξακοντίζω αστραπές, αστράφτω, σε Ευρ.· μεταφ., λάμπω, είμαι λαμπρός, ανοιχτόχρωμος, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στον ίδ.
στίλη[ῐ], , σταγόνα, στάλα, Λατ. stilla· μεταφ., μικρό χρονικό διάστημα, στιγμή, σε Αριστοφ.
στιλπνός, , -όν (στίλβω), αυτός που λάμπει, που αστράφτει, σε Ομήρ. Ιλ.
*στίξ, , μόνο στη γεν. στιχός, αιτ. στίχα και ονομ. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας (στείχω)· οι υπόλοιπες πτώσεις λαμβάνονται από το στίχος, σειρά, γραμμή, τάξη, τάγμα στρατιωτών, αράδα· λέγεται ιδίως για στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐπέων στίχες, στίχοι επικών ποιημάτων ή ποιητικοί στίχοι εν γένει, σε Πίνδ.