Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

«Όμηρος»

To ποίημα ανήκει στην ενότητα με τον τίτλο «Μπαίνω στον ασφοδελώνα» του εκτενούς ποιήματος Αλαφροΐσκιωτος, που γράφτηκε στα 1907 και πρωτοεκδόθηκε στα 1909. Χωρίς αφηγηματική πλοκή, αποτελείται από 60 μικρές ενεπίγραφες ενότητες, είναι γραμμένο στο α΄ πρόσωπο και περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο του Λυρικού Βίου του Σικελιανού. Αριθμεί 2.293 στίχους και είναι χωρισμένο σε δυο μεγάλα μέρη (1.186 και 1.049 στίχοι αντίστοιχα), με ένα σύντομο (58 στίχοι) «διάμεσο ύμνο». Ο νεαρός αλαφροΐσκιωτος (αυτός που βλέπει τα αόρατα, δηλαδή τα μαγικά πνεύματα) ποιητής γυρίζει στο νησί του από την ξενιτιά ή από τον Κάτω Κόσμο ως μετεμψύχωση αρχαίου έφηβου, και υμνεί σε πρώτο ενικό πρόσωπο τη γενέθλια γη του και τις λαϊκές παραδόσεις της.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, ο Όμηρος εμφανίζεται να αγγίζει με το χέρι του τον Αλαφροΐσκιωτο και να περπατά υπό την τρυφερή καθοδήγησή του. Το θείο άγγιγμα μεταρσιώνει τον ποιητή. Γίνεται άξιος να «μπει στον ασφοδελώνα» (τον γνωστό λειμώνα με τους ασφόδελους που περιγράφεται στην Οδύσσεια) και να συναντήσει τις σκιές των νεκρών. Η συγκίνησή του από την αντάμωση με τον τυφλό ποιητή είναι απέραντη, αλλά, κατά το παράδειγμα του Οδυσσέα, πνίγει τα δάκρυα στα βλέφαρά του.
Με το ποίημα αυτό ο Άγγελος Σικελιανός αποτίει φόρο τιμής στον Όμηρο και εξυμνεί τη γενέθλια γη, το νησί της Λευκάδας. Η απότιση φόρου τιμής στον Όμηρο χρωστά πολλά στη «Σκιά του Ομήρου» του Διονύσιου Σολωμού. Δεν θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε την καθοδήγηση του Ομήρου από τον νεότερο ποιητή ως υπεροπτική· ο ποιητής βρίσκεται μάλλον στη θέση του αγοριού που οδηγεί τον τυφλό Τειρεσία. Καθώς ο Όμηρος ανεβαίνει προς τα ύψη «κοιτάζοντας τα μάκρη» μέσω της ποιητικής του όρασης, η αίσθηση της πνευματικής δύναμης που έχει μέσα στη φυσική αδυναμία του κάνει τον νεότερο ποιητή να δακρύζει. Στο σημείο αυτό, ο νεότερος ποιητής συγκρίνει τον εαυτό του με τον Οδυσσέα, καθώς θυμάται τον στίχο τ 512 της Οδύσσειας, όπου η συνομιλία του ήρωα με την Πηνελόπη τον κάνει να δακρύζει, αλλά τα δάκρυά του πρέπει να τα κρύψει για να μη γίνει αντιληπτός. Τα λόγια του Ομήρου στο αυτί του οδηγού συμπίπτουν με μια φώτιση από τον φυσικό κόσμο, καθώς το ποίημα εξυμνεί την αρμονία της ποίησης με τη φύση. Η ταύτιση του ποιητή με τον Οδυσσέα είναι μια αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του δημιουργού του ήρωα, του Ομήρου, και της ικανότητας της ποίησής του να μας συγκινεί ακόμη (Ricks, 2011: 342-343).

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Σικελιανός, Άγγελος. 1965. Λυρικός Βίος. Επιμ. Γ. Π. Σαββίδης. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος. 1η έκδ. Άγγελος Σικελιανός. 1909. Αλαφροΐσκιωτος. Αθήνα: τυπ. Π. Δ. Σακελλαρίου.

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Ricks, David. 1993. «Σικελιανός: Η ομηρική κληρονομιά». Στο Η σκιά του Ομήρου. Δοκίμιο για τη νεοελληνική ποίηση (1821-1940). Μετάφραση: Αριστέα Παρίση. Αθήνα: Καρδαμίτσας. 85-99. [αγγλ. έκδ.: Cambridge University Press, 1989]. Και στον συγκεντρωτικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Σικελιανού. 2011. Επιμ.: Ε. Καψωμένος. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 339-351.