Τελετουργία και φιλοσοφία

Το άγαλμα μετακινείται από τη θέση όπου τοποθετήθηκε κάποια στιγμή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έκτακτες ή τακτικές και προγραμματισμένες. Πόσο μπορεί να συνετέλεσε το τελετουργικό της κίνησης του ακίνητου στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη για το πρώτο κινούν ακίνητο; Συνηθίζεται να λέγεται ότι:

 

«στο Λ [των Μετά τα φυσικά] τα επιχειρήματα του Αριστοτέλη για την ύπαρξη του Θεού είναι τόσο απομακρυσμένα από τις λαϊκές θρησκευτικές δοξασίες ώστε δεν διαφαίνεται κανένα στοιχείο συμβιβασμού με τη νοημοσύνη ή τις προκαταλήψεις του ακροατηρίου του και στηρίζονται σε αρχές θεμελιωμένες στη μεταφυσική του.» (Ross 1991, σ. 255)

 

Καμία αντίρρηση. Όμως γιατί να αρνηθούμε έστω και «εικονικές» επιρροές, με την έννοια των προσλαμβανουσών παραστάσεων από την καθημερινή ζωή ενός Αθηναίου πολίτη που ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις γίνεται μάρτυρας των θρησκευτικών εορτών που διοργανώνει η πόλη του; Ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει την άποψη ότι έστι τι αεί κινούμενον κίνησιν άπαυστον, δηλαδή ο έναστρος ουρανός (Μετά τα φυσικά 1072 a 22). Υπάρχει όμως κάτι που τον κινεί χωρίς το ίδιο να κινείται. Υπάρχει δηλαδή ένα πρώτο κινούν ακίνητον που πρέπει να είναι αιώνιο, ουσιαστικό, ενεργεία ον. Στο ερώτημα πώς μπορεί να παράγει κίνηση χωρίς να κινείται, τη στιγμή που η φυσική παραγωγή κίνησης προϋποθέτει την αμοιβαία επαφή κινούντος και κινουμένου, μιαν αντίδραση του κινούντος στο κινούν (Φυσικά 202 a 3-7), ο φιλόσοφος απαντά πως το ακίνητο κινούν, που είναι άτοπο, πρέπει να παράγει κίνηση κατά τρόπο μη φυσικό, δηλαδή ως αντικείμενο επιθυμίας. Στην περίπτωση του αγάλματος της θεότητας που εγκατοικεί στον ναό (<ναίω=κατοικώ), αφού προηγουμένως λατρευόταν όχι σε συγκεκριμένο τόπο ούτε και με συγκεκριμένη μορφή, έχουμε κατ' εξαίρεση την κίνηση αυτού που παραμένει ακίνητο και του οποίου η κίνηση προκαλείται από την επιθυμία των ανθρώπων για ανανέωση των σχέσεων με τη θεότητα και εμπλεκόμενοι σε τελετουργικά που αφορούν στην ίδια τη δυνατότητα της ζωής να ανανεώνεται αλλά και στην ανάγκη του ανθρώπου για ψυχικό καθαρμό, στον οποίο συμβάλλει ο σωματικός καθαρμός, ύστερα από ιδιαίτερα οδυνηρές στιγμές για τον άνθρωπο ατομικά και στο πλαίσιο της κοινότητας.[159]