Στύγα

Η Στύγα της Θεσπρωτίας βρισκόταν στο εσωτερικό μιας σπηλιάς στη βορινή πλαγιά του όρους Ερημίτης, κοντά στην κορυφή. Τα υπόγεια ύδατά της έπεφταν στον Κωκυτό (Οδ., κ 517), στον οποίο επίσης εκβάλλουν τα ρυάκια που κατεβαίνουν από τις πλαγιές (Ιλ., Β 755, Θ 366-369, Ξ, 271, Ο, 37-38. Οδ., ε 184-194, 514· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα 706. Οβ., Μεταμορφώσεις Ι, 188-189. Σοφ., Ηλ. 137-139, Οιδ. Κ. 1559-1564. Απολλ. Ι,2, Ησίοδ., Θεογονία 400. Ομηρικοί Ύμνοι ΙΙ, 260 και ΙΙΙ, 85. Απολλώνιος ο Σοφιστής, βλ. λ. «Στυγός»).

Στύγα ονομάζεται και μια άλλη λίμνη στο όρος Χελμός της Αρκαδίας, που βρίσκεται επίσης στο εσωτερικό μιας κρυφής σπηλιάς, στην οποία ο Παυσανίας αφιερώνει ένα σημαντικό σχόλιο (Αρκαδικά, 17.6 και 18.1-5.

Κιμμέριοι

Το βασίλειο των νεκρών βρισκόταν στη χώρα των Κιμμερίων. Τη χώρα τους περιέγραψε ο Οδυσσέας (Οδ. λ 9-19, μετ. Ζ. Σίδερης):

 

Τ' άρμενα σα βολέψαμε καθίσαμε στο πλοίο

και τ' οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης.

Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα.

Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,

τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.

Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,

που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.

Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,

μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,

μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,

μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.

 

Αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούν τη χώρα των Κιμμερίων στο όρος που κλείνει από βορρά τον όρμο του Αχέροντα. Απέναντι από το ύψωμα ο Παυσανίας είδε τον πίδακα με το γλυκό νερό που ανάβλυζε από τη θάλασσα και έδωσε στον όρμο το όνομα Γλυκός κόλπος που απαντάται και στον Στράβωνα και τον Ευστάθιο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τα υπόγεια ρεύματα της περιοχής δημιουργούσαν βουητό που συνέτεινε στην ταύτιση της περιοχής με τους μυθικούς τόπους του Άδη. Το βουητό ακουγόταν μέχρι που η λίμνη του Φαναρίου αποξηράνθηκε στις μέρες μας.

Ο Σωτήρης Δάκαρης, λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει επίσης την περιοχή με τους Ἀίδαο δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεφονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, η14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη. Οι απόψεις του Δάκαρη έχουν συζητηθεί και αμφισβητήθηκε αν το ελληνιστικό νεκρομαντείο που ανέσκαψε είναι πράγματι νεκρομαντείο ή οχυρωματικός πύργος αγροκτήματος.[157]

Η λίμνη των νεκρών

Ο Παυσανίας παραδίδει ότι υπήρχε ακόμη μια λίμνη, η Αλκυονία στην Κορινθία, για την οποία οι Αργείοι λένε ότι υπήρξε η δίοδος για τον Διόνυσο προς τον Άδη, ώστε να φέρει πίσω τη μητέρα του Σεμέλη, καταθέτοντας ως λύτρα το φυτό της μυρτιάς που έκτοτε θα το χρησιμοποιούσαν οι χθόνιοι θεοί στις τελετές τους. Δύο είναι τα χαρακτηριστικά της λίμνης αυτής: πρώτον είναι άπατη και δεύτερον, ενώ φαίνεται γαλήνια, «αρπάζει και τραβά στον πάτο όποιον τολμήσει να τη διασχίσει»( Παυσ., 2.37.5).

Και ακόμη: Κυάνη ονομαζόταν μια νύμφη που ήταν παρούσα στην αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη. Κυάνη ονομαζόταν και μια λίμνη που θεωρούνταν είσοδος του Κάτω Κόσμου, αυτή και όχι η Αχερουσία.

Σε κάθε περίπτωση η είσοδος σε αυτόν ορίζεται από το υγρό στοιχείο.