Η οργή του Πρίαμου

 

Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:

«Ω λώβες, σύρετ' από 'δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν

λύπην και αυτά και ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;

Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου 'δωκε ο Κρονίδης,

να χάσω το καλύτερον απ' όλα τα παιδιά μου;

Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη

όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.

Αχ! να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλιν

να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν».

Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν·

εννέα ήσαν· Έλενος και Πάρις και Αγάθων

και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος

Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.

Σ΄ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,

κακά μου τέκνα, ελεεινά· να 'χετε όλοι αντάμα

αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι·

οϊμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα

απ' τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν·

πού είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,

ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,

πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,

και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν

οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες

και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν' αρπάζουν μαθημένοι·

δεν πάτε να μου ζέψετε τ' αμάξι ευθύς και τούτα

επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»

(Όμ. Ιλ. 238-264, μετ. Ι. Πολυλάς)