Αφροδίτη: Πάρης και Ελένη

 

Αλλ' εύκολα, ωσάν θέαινα, τον σήκωσ' η Αφροδίτη·

με καταχνιά τον έζωσε και μες στον μυροβόλον

θάλαμον τον εκάθισε· κι η ίδια την Ελένην

εβγήκε να καλέσει ευθύς, και την εβρήκ' επάνω

στον πύργον κι είχε Τρώισσες πολλές ολόγυρά της.

Απ' το νεκτάριο φόρεμα την τράβηξε κι εφάνη

με την μορφήν γερόντισσας, οπού την είχε γνέστραν

η Ελένη στην πατρίδα της να της δουλεύει ωραία

κάθε πολύτιμο μαλλί και την υπερηγάπα·

με αυτήν ομοιώθηκε η θεά και της Ελένης είπε:

«Έλα και ο Πάρις σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις·

στον θάλαμον, στα τορνευτά κλινάρια λαμπροφόρος

αστράφτει από την ομορφιά· δεν θα 'λεγες πως ήλθε

εκείνος απ' τον πόλεμον, αλλ' ότ' ή θα πηγαίνει

εις τον χορόν, ή από χορόν ν΄ αναπαυθεί καθίζει».

Είπε και την ετάραξε μες στης καρδιάς τα βάθη˙

αλλ' άμα είδε της θεάς τα ερωτεμένα στήθη

και τον πανώραιον λαιμόν και των ματιών την λάμψιν

φόβος την πήρεν έξαφνα και προς εκείνην είπε:

«Παμπόνηρη, τι προσπαθείς μ' αυτά να με πλανέσεις;

Εις ποίαν χώραν μακρινήν ακόμη θα με βγάλεις,

στης Μαιονίας τον τερπνόν αέρα ή της Φρυγίας,

αν κάποιον έχεις ως και αυτού θνητόν αγαπημένον,

αφού τώρα ο Μενέλαος, που ενίκησε τον Πάριν,

βούλετ' εμέ την μισητήν να πάρει στην πατρίδα;

Δια τούτο εδώ κατέβηκες με δόλο να με πιάσεις;

Άμε, μαζί του κάθισε, μακράν των Αθανάτων,

και οι πόδες σου στον Όλυμπον να μη σε ξαναφέρουν,

αλλά να λιώνεσαι μ' αυτόν, να τον προσέχεις μείνε,

ως να θελήσει σύντροφον ή δούλην να σε κάμει.

Θα ήταν καταισχύνη μου να υπάγω εκεί που θέλεις,

να είμ' εκείνου ομόκλινη· και οι σεβαστές μητέρες

της Τροίας θα με ονείδιζαν και αρκούν όσα υποφέρω».

Οργίσθη και αποκρίθηκεν η Αφροδίτ' η θεία:

«Μη με θυμώνεις, δύστυχη, με αυτά και μ' αναγκάσεις,

αφού πολύ σ' αγάπησα, πολύ να σε μισήσω,

και ιδείς να σπείρω ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων

έχθρητες νέες, φοβερές και κακοθανατίσεις».

Ετρόμαξε στον λόγον της η Ελένη και στον πέπλον

κλεισμένη τον ολόασπρον κατόπι της κινούσε

σιγά, χωρίς οι Τρώισσες ποσώς να το νοήσουν,

κι όταν στα δώματ΄ έφθασαν τα ωραία του Αλεξάνδρου,

αμέσως οι θεράπαινες στα έργα τους στραφήκαν,

και στον υψηλόν θάλαμον ανέβ' η γυνή θεία,

κι έπιασεν η φιλόγελη αθάνατη Αφροδίτη

ένα θρονί και το 'στησεν αντίκρυ του Αλεξάνδρου·

σ' αυτό η Ελένη εκάθισε, του Δία θυγατέρα,

κι ονείδιζε τον άνδρα της με αντίστροφο το βλέμμα:

«Ήλθες από τον πόλεμον, στον τόπον να 'χες μείνει

σφαγμένος απ' τον ήρωα που πρώτος μου ήταν άνδρας,

και όμως πρώτα επαίρεσο πως ήσουν και στα χέρια

και στο κοντάρι ανώτερος του ανδρείου Μενελάου·

εμπρός λοιπόν προκάλεσε και πάλιν τον ανδρείον

Μενέλαον στον πόλεμον· αλλά σε συμβουλεύω

να ησυχάσεις στο εξής, μη σαν μωρός θελήσεις

με τον ξανθόν Μενέλαον να κτυπηθείς και πάλιν,

μη πέσεις γρήγορα νεκρός στην λόγχην του αποκάτω».

Και ο Πάρις της απάντησε: «Γυνή, μη μ' ονειδίζεις

τόσο πικρά, και αν σήμερον μ΄ ενίκησεν ο Ατρείδης

με βοηθόν την Αθηναν, κι εγώ θα τον νικήσω

άλλην φοράν· ότι θεοί καλοί κι εμάς δεν λείπουν·

αλλ' έλα τώρα ερωτικά να γλυκοκοιμηθούμε·

ποτέ τόσον δεν άναψεν ο πόθος την ψυχήν μου,

μηδ' όταν απ' την Σπάρτην σου την πρόσχαρην σ' επήρα

τότε κι επλέαμε μαζί στα ποντοπόρα πλοία

κι έσμιξα ερωτικά μ' εσέ στην νήσο της Κρανάης,

όσο για σε τώρα γλυκός με συνεπαίρνει ο πόθος».

Είπε, στην κλίνην έπεσε κι εκείνη ευθύς κατόπι.

Κι ενώ εκείνοι επλάγιαζαν στην τορνευμένην κλίνην,

ωσάν θηρίον γύριζεν ο Ατρείδης μες στα πλήθη

κάπου να ιδεί τον Πάριδα, αλλά δεν εδυνήθη

των Τρώων και των βοηθών κανείς να φανερώσει

τον θεϊκόν Αλέξανδρον του θείου Μενελάου

κι όμως δεν θα τον έκρυβε κανένας απ' αγάπην,

ότι ως τον μαύρον θάνατον τον εμισούσαν όλοι·

(Ιλ., Γ 380-454, μετ. Ι. Πολυλάς)