Η Αθηνά Δηίφοβος

 

και στην ακούραστην φωνήν του Δηιφόβου [η Αθηνά] ομοιώθη.

Κι ήβρε τον θείον Έκτορα, πλησίασε και του 'πε:

«Στα στενά σ' έχει, αγαπητέ, ο γρήγορος Πηλείδης,

που ολόγυρα σε κυνηγά στα τείχη του Πριάμου·

αλλ' ας μείνομε ακλόνητοι μαζί ν' αντισταθώμεν».

Και ο μέγας της απάντησεν, ο λοφοσείστης Έκτωρ:

«Δηίφοβ· εγώ πάντοτε σε πρώτον αγαπούσα

απ' όσους γέννησ' αδελφούς η Εκάβη του Πριάμου,

αλλά τώρ' ακριβότερα θα σε τιμήσει ο νους μου.

Αφού μ' είδαν τα μάτια σου, να βγεις από το τείχος

ετόλμησες γι' αγάπη μου κι οι άλλοι μέσα μένουν».

Τότε η γλαυκόφθαλμη θεά σ' εκείνον απαντούσε:

«Αγαπητέ, και η σεβαστή μητέρα και ο πατέρας

και οι φίλοι όλοι αραδικώς θερμά μ' επαρακάλουν

να μείνω αυτού· τόσο πολύς όλους τους πήρε τρόμος.

Αλλά εμέ βασάνιζεν ο πόνος σου, αδελφέ μου.

Και ας πεταχθούμε τώρα ευθύς στην μάχην και ας βροντήσουν

γενναία τα κοντάρια μας, να ιδούμε αν ο Πηλείδης

τα αιματωμένα λάφυρα θα πάρει των κορμιών μας

στες πρύμνες ή απ' την λόγχην σου θα ξεψυχήσει εκείνος».

Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη

και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ

ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,

Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη

τρεις μ' εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου

να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει

αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω.

Και πρώτ' ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι

θα 'ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.

Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως

μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σου πάρω·

γυμνόν απ' τ' άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,

θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις».

Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:

«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,

λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνην,

λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν

αλλ' έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.

Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ' αγαπήσω

και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ' τους δύο

χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.

Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν' ώρα

καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος·

αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω

θα σε δαμάσ' η Αθηνα· και θα πλερώσεις όλον

τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.

Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ

κι επέταξε απ' επάνω του το χάλκινο κοντάρι

και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει

και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.

Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:

«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας

σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ' αποθάνω.

Αλλ' έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι

να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.

Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις

αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,

αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ' την δικήν μου

φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει·

στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα

ο θάνατός σου, ότι σ' εσέ την συμφοράν τους βλέπουν».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι

και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.

Αλλά τινάχθηκε μακράν απ' την ασπίδα εκείνο.

Χαμένο είδε τ' ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,

κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.

Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου

κοντάρι να του φέρει ευθύς, και αυτός εκεί δεν ήταν.

Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:

«Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ' εκάλεσαν στον Άδην·

τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου

κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ' ετύφλωσε με δόλον.

Θάνατος τώρα μ' εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.

(Όμ., Ιλ. Χ 227-302, μετ. Ι. Πολυλάς)