Ο Διήφοβος στον Άδη

 

Kι ακόμα εδώ τον Πριαμήδη Δηίφοβο κομματιασμένο σ' όλο του το κορμί βλέπει κι άγρια ακρωτηριασμένο στο πρόσωπο, στο στόμα και τα δυο του τα χέρια, και στους κροτάφους που τους έλειπαν τα κομμένα αφτιά και την κουτσουρεμένη με ελεεινό τραύμα μύτη. Μόλις που τον γνώρισε δειλιασμένο και τη σκληρή να κρύβει τιμωρία, τέλος με γνώριμη φωνή του μιλάει: «Δηίφοβε οπλοδύναμε, γεννημένε απ' το ένδοξο αίμα του Τεύκρου, ποιος έτσι σκληρά διάλεξε να σε τιμωρήσει; Σε ποιον ήταν βολετό τόσο μεγάλο έγκλημα να σου κάμει; Σε μένα η φήμη τη μοιραία κείνη νύχτα έφερε πως αποκαμωμένος από την ατέλειωτη σφαγή των Πελασγών έπεσες τέλος πάνω σε σωρό ανάκατα πτωμάτων. Τότε εγώ κενοτάφιο στου Ροίτειου την αχτή έστησα και τρεις φορές τη Σκιά σου με μεγάλη φωνή εφώναξα. Τ' όνομά σου και τ' άρματα τον τόπο κατέχουν εσένα, φίλε, δε μπόρεσα να βρω κι απ' την πατρίδα αναχωρώντας να σε θάψω». Σ' αυτά ο Πριαμίδης απαντάει: «Τίποτε φίλε μου δεν παράλειψες. Όλα για το Δηίφοβο τα ταχτοποίησες και για τη σκιά του νεκρού του. Μα εμένα η μοίρα μου και το συφοριασμένο έγκλημα της Λακώνισσας σ' αυτές τις συφορές με βούλιαξαν· κείνη αυτά μου άφησε τα σημάδια. Γιατί πως τη στερνή μας νύχτα την περάσαμε σ' απατηλή χαρά, το ξέρεις· κι είναι μεγάλη ανάγκη ναν το θυμόμαστε. Όταν ο μοιραίος ίππος πηδώντας πέρασε πάνω από τα ψηλά Πέργαμα και φορτωμένος στην κοιλιά του έφερνε αρματωμένο πεζικό, εκείνη χορό καμόνοντας έσερνε ολόγυρα τις Τρωαδίτισσες που τραγουδούσαν το Βάκχο· δαδί αναμμένο στη μέση όντας κρατούσε αυτή πελώριο κι από την ψηλή τους Δαναούς την ακρόπολη καλούσε. Τότε εμέ βασανισμένο από έγνοιες και βάρυπνο ο άτυχος με κράτησε θάλαμος κι όταν ξάπλωσα γλυκός και βαθύς μ' έσφιξε ύπνος πάρα πολύ οιδίζοντας με ήσυχο θάνατο. Στ' αναμεταξύ η περίφημη σύζυγός μου ξεμακραίνει από το σπίτι τ' άρματά μου όλα και το πιστό μου σπαθί τα πάνω από το κεφάλι μου ξεκλέβει· μέσα στο σπίτι το Μενέλαο φωνάζει και τις πύλες ανοίγει, δηλαδή ελπίζοντας πως τούτο θα είναι ρουσφέτι μεγάλο στον άντρα που την αγαπούσε και πως έτσι θα είναι βολετό να σβηστεί το κακό της όνομα για το παλιό της έγκλημα. Μα γιατί ναν τα πολυλογώ; Πατάνε το σπίτι· ακολουθάει σύντροφος μαζί ο συμβουλάτορας των εγκλημάτων Αιολίδης. Θεοί, άμποτε στους Έλληνες να πληρώσετε τα τέτοια εγκλήματά τους, ανίσως με δίκαιο στόμα ζητώ τιμωρία. (Βιργ., Αιν. 6.494 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)