Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1

 

Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι

μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση,

όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες.

Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι,

και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο,

που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος

κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος

κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν.

Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,

άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος

και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,

μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,

τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.

Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες,

σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις,

την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις,

κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο

να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι.

Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,

σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,

γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,

και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.

Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν,

και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν

τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι,

κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν,

στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.

Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις

τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν

καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία.

Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης

κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,

και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας.

(Οδύσσεια κ 508-540, μετ. Ζ. Σίδερης)