Η «θεά» Πείνα

 

[…] η Πείνα ήταν εκεί, σ' έναν αγρό τραχύ, όλο λιθάρια

με νύχια και με δόντια για τροφή τα λιγοστά εμάζωνε χορτάρια.

Λερά και λγδιασμένα τα μαλλιά, βαθουλωτά τα μάτια και χλομάδα,

τα χείλη πανιασμένα, βρομερά, ο λάρυγγας στεγνός χωρίς ικμάδα,

ξερό και κατσιασμένο το πετσί, άφηναν να φανούν τα σωθικά της,

και στους γοφούς κατάξερα κι αυτά πετάγονταν κυρτά τα κόκαλά της·

κενό κοιλιάς αντίς για την κοιλιά, τα στήθια της κρεμιόταν μαραμένα,

δεν τα κρατούσε σάρκα στα πλευρά, και τα πλευρά μετριόνταν ένα-ένα.

Πρησμένες οι αρθρώσεις, το χτικιό της έπρηζε ολόγυρα το γόνυ,

τα πόδια της δυο στέκες μοναχές, και κάθε κότσι αφύσικα φουσκώνει.

(Οβ., Μετ. 8. 799-808, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)