Μορφές του Διόνυσου

 

ΧΟΡΟΣ

Μα ευθύς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,

μες στο μηρό του τ' άνοιξε

φωλιά καινούριας αγκαστριάς

και μέσα εκεί τον έραψε

με τις βελόνες τις χρυσές,

της Ήρας έτσι να κρυφτεί.

Κι όταν οι Μοίρες έφεραν

την ώρα, εκείνος γέννησε

τον ταυροκέρατο θεό

και φίδια τον στεφάνωσε,

π' όμοια η μαινάδα τα φορά

περιπλεχτά μες στα σγουρά.

(Ευρ., Βάκχες 94-104, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ (ΚΟΡΥΦΑΙΑ)

Ρίχτε στη γη, μαινάδες, ρίχτε χάμω

τα κορμιά σας που τρέμουν, τι χιμάει

ο αφέντης μας, του Δία ο γιος, δω μέσα

και το παλάτι το φέρνει άνω κάτω

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ασιάτισσες, τόσο πολύ σας τάραξεν ο φόβος

που πέσατε ψαθί στη γης; Το Βάκχο έχετε νιώσει,

θαρρώ, που ταρακούνησε το σπίτι του Πενθέα.

Μα θάρρος! Σηκωθείτε ορθές και διώξτε την τρομάρα !

 

ΧΟΡΟΣ

Ω φως υπέρτατο για μας στη χαρωπή βακχεία,

αναγαλλιάζω να σε δω μέσα στην ερημιά μου.

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σας πήρε η βαροκάρδιση σα μ' έσερναν κει μέσα,

στα μαύρα να με ρίξουνε κατώγια του Πενθέα;

 

ΧΟΡΟΣ

Πώς όχι; Αν πάθαινες κακό, που θά 'βρισκα εγώ σκέπη;

Μα από τα χέρια πώς εσύ του άσεβου αντρός λυτρώθης;

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μονάχος λευτερώθηκα, κ' εύκολα, δίχως κόπο.

 

ΧΟΡΟΣ

Μα με σκοινιά τα χέρια σου δεμένα δε σου τά 'χε;

 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εδώ τον καταντρόπιασα· θαρρούσε πώς με δένει,

μα μήδε τόσο με άγγιξε, μόν' έβοσκε στην πλάνη.

Βρήκε έναν ταύρο στα παχνιά που πήγε να με κλείσει,

εκείνον πόδια γόνατα με τα σκοινιά τον δένει,

φυσώντας απ' τη μάνητα, σταλάζοντας τον ίδρο,

τα χείλια του δαγκώνοντας· κ' εγώ ήμουν εκεί δίπλα

και τον κοιτούσα, ατάραχα καθώντας.

(Ευρ., Βάκχες 600-624, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ

Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε,

ή καθώς πολυκέφαλο φίδι,

ή λιοντάρι περίφλογο!

Έλα με όψη γελούμενη, ώ Βάκχε,

και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε

το σκληρό των βακχών κυνηγάρη,

στο κοπάδι τους μέσα όταν πέσει!

(Ευρ., Βάκχες 1018-1023, μετ. Π. Πρεβελάκης)

 

…………………………………………………………………………………………………

 

ΧΟΡΟΣ

Άιντε χορό να σύρουμε

του Βάκχου, ας σύρουμε φωνή

για του Πενθέα τη συφορά

που από το φίδι έχει γενιά!

Πού τα γυναίκεια φόρεσε

κι άρπαξε θύρσον όμορφο,

αρμάτωμα θανατερό,

και πήρε ταύρο για οδηγό.

Βάκχες της Θήβας, τον τρανό

τον ύμνο τον καλλίνικο,

κλάμα και θρήνο εκάματε.

Αγώνας όμορφος, μαθές,

φονικό χέρι να βουτάς

μες στο αίμα του ίδιου σου παιδιού!

(Ευρ., Βάκχες 1153-1165, μετ. Π. Πρεβελάκης)