Ο σπαραγμός του Ακταίωνα

 

Εκείνος [ο Ακταίων] τρέχει - θήραμα εκεί που κάποτε ο ίδιος κυνηγούσε,

πασχίζει να γλιτώσει απ' τα σκυλιά που κάποτε τον ήξεραν αφέντη.

Θέλει να τους φωνάξει «είμαι εγώ! γνωρίστε τον αφέντη σας! ο Ακταίων!»·

μα του λείπει η μιλιά, κι εκείνα ν' αλυχτάνε μες στ' αφτιά του.

Ο Μαυρομάλλης πήρε την πρωτιά και έμπηξε τα δόντια του στη ράχη,

του χύμηξε κατόπιν ο Φονιάς, στον ώμο του καρφώθηκε ο Βουνίτης.

[…]

όλα μαζί δαγκώνουν το κορμί του -

αδάγκωτη δεν έμεινε μεριά. Βογγάει αυτός· δεν έλεγες πως είναι

ανθρώπινο αυτό το βογγητό, κι ωστόσο δε βογγούσε σαν ελάφι·

στις ράχες που τις γνώριζε καλά αντιλαλούσε το παράπονό του,

πεσμένος με τα γόνατα στη γης, σαν κάποιος που προσεύχονταν, ικέτης,

γυρόφερνε το βλέμμα σιωπηλά λες κι άπλωνε τα χέρια στον εχθρό του.

(Οβ., Μετ. 3. 228-241, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)