Η οργή του Οιδίποδα για τη σιωπή του Τειρεσία

ΤΕΙ.

Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη

λύῃ φρονοῦντι· ταῦτα γὰρ καλῶς ἐγὼ

εἰδὼς διώλεσ᾽· οὐ γὰρ ἂν δεῦρ᾽ ἱκόμην.

ΟΙ.

Τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας.

ΤΕΙ.

Ἄφες μ᾽ ἐς οἴκους· ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ

κἀγὼ διοίσω τοὐμόν, ἢν ἐμοὶ πίθῃ.

ΟΙ.

Οὔτ᾽ ἔννομ᾽ εἶπας οὔτε προσφιλῆ πόλει

τῇδ᾽ ἥ σ᾽ ἔθρεψε, τήνδ᾽ ἀποστερῶν φάτιν.

ΤΕΙ.

Ὁρῶ γὰρ οὐδὲ σοὶ τὸ σὸν φώνημ᾽ ἰὸν

πρὸς καιρόν· ὡς οὖν μηδ᾽ ἐγὼ ταὐτὸν πάθω-

ΟΙ.

Μή, πρὸς θεῶν, φρονῶν γ᾽ ἀποστραφῇς ἐπεὶ

πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ᾽ ἱκτήριοι.

ΤΕΙ.

Πάντες γὰρ οὐ φρονεῖτ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ μή ποτε

τἄμ᾽, ὡς ἂν εἴπω μὴ τὰ σ᾽, ἐκφήνω κακά.

ΟΙ.

Τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις, ἀλλ᾽ ἐννοεῖς

ἡμᾶς προδοῦναι καὶ καταφθεῖραι πόλιν;

ΤΕΙ.

Ἐγὼ οὔτ᾽ ἐμαυτὸν οὔτε σ᾽ ἀλγυνῶ· τί ταῦτ᾽

ἄλλως ἐλέγχεις; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου.

ΟΙ.

Οὐκ, ὦ κακῶν κάκιστε, καὶ γὰρ ἂν πέτρου

φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας, ἐξερεῖς ποτε,

ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἄτεγκτος κἀτελεύτητος φανῇ;

ΤΕΙ.

Ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, τὴν σὴν δ᾽ ὁμοῦ

ναίουσαν οὐ κατεῖδες, ἀλλ᾽ ἐμὲ ψέγεις.1

ΟΙ.

Τίς γὰρ τοιαῦτ᾽ ἂν οὐκ ἂν ὀργίζοιτ᾽ ἔπη

κλύων ἃ νῦν σὺ τήνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν;

ΤΕΙ.

῞Ηξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω.

ΟΙ.

Οὐκοῦν ἅ γ᾽ ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί.

ΤΕΙ.

Οὐκ ἂν πέρα φράσαιμι· πρὸς τάδ᾽, εἰ θέλεις,

θυμοῦ δι᾽ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη.

ΟΙ.

Καὶ μὴν παρήσω γ᾽ οὐδέν, ὡς ὀργῆς ἔχω,

ἅπερ ξυνίημ᾽.

 

Μετάφραση

ΤΕΙ.

Αλίμονο, πόσο φοβερό είναι να γνωρίζει κανείς την αλήθεια,

όταν δεν ωφελεί αυτόν που την κατέχει· αυτά τα ήξερα καλά,

όμως τα ξέχασα· αλλιώς δεν θα ερχόμουν εδώ.

ΟΙ.

Τι λες; Πόσο βαρύθυμος έχεις έλθει…

ΤΕΙ.

Άσε με να γυρίσω στο σπίτι μου· γιατί πιο εύκολα θα υπομείνεις

τη μοίρα σου και εγώ τη δική μου, αν μ' ακούσεις.

ΟΙ.

Ούτε νόμιμα μίλησες ούτε αγαπητά για την πόλη αυτή

που σε ανέθρεψε, στερώντας την από την μαντεία.

ΤΕΙ.

Βλέπω πως τα λόγια σου δεν θα σου βγουν

σε καλό· για να μην πάθω κι εγώ το ίδιο…

ΟΙ.

Μη, για όνομα των θεών, ενώ ξέρεις, γυρνάς την πλάτη σου σε εμάς, γιατί

όλοι εδώ προσπέφτουμε ικέτες σε σένα.

ΤΕΙ.

Γιατί κανένας σας δεν ξέρει την αλήθεια· εγώ όμως ποτέ

δεν θα φανερώσω τις δικές μου συμφορές, για να πω τις δικές σου.

ΟΙ.

Τι λες; Ενώ ξέρεις, δεν θα μιλήσεις, αλλά σκέφτεσαι

να μας προδώσεις και να καταστρέψεις την πόλη;

ΤΕΙ.

Εγώ δεν θέλω να προκαλέσω πόνο ούτε στον εαυτό μου ούτε σε σένα·

γιατί μάταια ρωτάς; Γιατί τίποτε δεν θα μάθεις από εμένα.

ΟΙ.

Άθλιε των αθλίων, γιατί και πέτρα

θα εξόργιζες, δεν θα μιλήσεις ποτέ

αλλά θα στέκεσαι έτσι σκληρός και άκαρδος;

ΤΕΙ.

Μέμφθηκες τη δική μου την οργή, αυτή όμως

που κατοικεί μαζί σου δεν την κατάλαβες και εμένα κατηγορείς.

ΟΙ.

Γιατί ποιος δεν θα οργιζόταν ν' ακούει τέτοια λόγια

με τα οποία εσύ τώρα ατιμάζεις την πόλη;

ΤΕΙ.

Θα αποκαλυφθούν αυτά, ακόμη κι αν εγώ τα καλύψω με τη σιωπή μου

ΟΙ.

Αυτά, λοιπόν, που είναι να έρθουν πρέπει και συ να τα πεις σε μένα

ΤΕΙ.

Δεν θα πω ούτε λέξη περισσότερο. και συ μπορείς, αν θέλεις,

στον πιο άγριο τον θυμό να ξεσπάσεις.

ΟΙ.

Κι εγώ, λοιπόν, έτσι που είμαι οργισμένος, τίποτε δεν θα παραλείψω

απ' αυτά που σκέφτομαι.

 

(Σοφ., Οιδ. Τ., στ. 334-346)