Οθρυονέας

Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν

μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.

Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη

στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,

και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,

Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα

υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.

Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·

κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·

τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα

κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην

ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·

χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:

«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,

αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,

αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.

Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·

απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα

στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,

την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.

Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,

να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».

Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.

(Όμ., Ιλ. Ν 361-383, μετ. Ι. Πολυλάς)