Επιμενiδης

Ο Επιμενίδης [περ. 600 π.Χ.], σύμφωνα με όσα γράφει ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς, ήταν γιος του Φαιστίου· κατ' άλλους, του Δωσιάδα, και κατ' άλλους του Αγήσαρχου. Ήταν Κρητικός από την Κνωσό, μολονότι τα μακριά μαλλιά του δεν έδιναν την εντύπωση Κρητικού. Κάποτε που τον έστειλε ο πα­τέρας του να ψάξει για κάποιο πρόβατο στο χωράφι, περιπλανήθηκε και μπήκε σ' ένα σπήλαιο, όπου ξάπλωσε και κοιμήθηκε πενήντα επτά χρόνια. Όταν ξύπνησε, άρχισε πάλι να ψάχνει για το πρόβατο, γιατί νόμιζε ότι είχε πάρει έναν μικρόν υπνάκο. Κα­θώς δεν το 'βρισκε, και έβλεπε τα πάντα αλλαγμένα γύρω του, και το χωράφι να το έχει άλλος, γύρισε στην πόλη απορημένος. Έφτασε στο σπίτι του και τον ρωτούσαν ποιος είναι. Τέλος, βρήκε τον νεὀτερο αδελφό του, γέροντα πια, από τον οποίο έμαθε όλη την αλήθεια. Το πράγμα μαθεύτηκε από όλους τους Έλλη­νες, που τον θεώρησαν ιδιαίτερα αγαπητό στους θεούς.

Γι' αυτό, και όταν οι Αθηναίοι προσεβλήθησαν από πα­νούκλα και η Πυθία έβγαλε χρησμό ότι πρέπει να καθαρισθεί η πόλη, έστειλαν ένα πλοίο στην Κρήτη με τον Νικία του Νικήρατου να προσκαλέσουν τον Επιμενίδη. Πραγματικά, αυτός ήρθε στην Αθήνα κατά την 46ην Ολυμπιάδα [595-592 π.Χ], καθάρισε την πόλη και σταμάτησε την πανούκλα, με τον εξής τρόπο: Πήρε κάμποσα πρόβατα, άσπρα και μαύρα, και τα πήγε στον Άρειο Πάγο. Εκεί τ' άφησε ελεύθερα, να πάνε όπου θέλουν, πρόσταξε να παρακο­λουθήσουν πού θα κοιμηθεί το καθένα και εκεί να κάμουν θυσία στον τοπικό θεό. Και έτσι σταμάτησε το κακό. Γι' αυτό, και σήμερα βρίσκει κανείς ανά τούς δήμους των Αθηνών ανώνυμους βωμούς, κατάλοιπο του εξιλασμού που είχε γίνει τότε. Άλλοι συγγρα­φείς αναφέρουν ότι τους είπε πως αιτία του κακού είναι το Κυλώνειο άγος, και τους υπέδειξε πώς θα το απομακρύνουν. Και γι' αυτό, θυσιάστηκαν δύο νέοι, ο Κρατίνος και ο Κτησίβιος, και η πόλη απαλλάχτηκε από την συμφορά.

Οι Αθηναίοι ψήφισαν να του δοθεί ένα τάλαντο σε χρήμα και ένα πλοίο να τον πάει πίσω στην Κρήτη. Δεν δέχθηκε τα χρήματα και συνήψε σύμφωνο φιλίας και συμμα­χίας μεταξύ των Κνωσίων και των Αθηναίων.

Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός αφ' ότου γύρισε στο σπίτι του, και πέθανε σε ηλικία εκατόν πενήντα επτά ετών, όπως λέγει ο Φλέγων στο «Περί μακροβίων» βιβλίο του. Κατά τούς Κρήτες έζησε 299 χρόνια, ο δε Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος λέγει ότι άκουσε πως πέθανε σε ηλικία 154 ετών.

Έγραψε και ένα ποίημα για τη γέννηση των Κουρήτων και των Κορυβάντων και μια θεογονία, αποτελούμενα συνο­λικά από 5.000 στίχους. Επίσης, ένα ποίημα για τη ναυπήγηση της Αργώς και για το ταξίδι του Ιάσονα στην Κολχίδα με 6.500 στίχους. Ακόμη, έγραψε σε πεζό λόγο «Περί θυσιών και του εν Κρήτη πολιτεύματος», καθώς και ένα ποίημα «Περί Μίνω και Ραδαμάνθυος», αποτελούμενο από 4.000 στίχους. Στην Α­θήνα ανήγειρε το ιερό των Σεμνών (των Ευμενίδων), όπως μαρτυρεί ο Λόβων στο «Περί ποιητών» έργο του. Λέγεται δε ότι υπήρξε ο πρώτος που καθάρισε σπίτια και χωράφια και πρώτος ίδρυσε ιερά. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν κοιμήθηκε, αλλά απλώς αποσύρθηκε στην ύπαιθρο για ορισμένο χρόνο ασχολούμενος με τη συλλογή βοτάνων.

Δική του θεωρείται και μια επιστολή προς τον Σόλωνα τον νομοθέτη, που περιέχει σύστημα διακυβέρνησης που ο Μίνωας σχεδίασε για τους Κρητικούς. Όμως ο Δημήτριος ο Μάγνης, στο περί ομωνύμων ποιητών και συγγραφέων έργο του, επιχειρεί να αποδείξει ότι η επιστολή είναι μεταγενέστερη και ότι δεν είναι γραμμένη σε κρητική διάλεκτο αλλά σε αττική, και μάλιστα στη νέα αττική. Εγώ όμως βρήκα και άλλη επιστολή που έχει ως εξής:

«Μην αποθαρρύνεσαι, φίλε μου. Γιατί, αν ο Πεισίστρα­τος είχε πλήξει ανθρώπους συνηθισμένους στη δουλεία και οι οποίοι δεν είχαν διοικηθεί ποτέ με καλούς νόμους, θα εξασφάλιζε για πάντα την εξουσία, εξανδραποδίζοντας τον λαό. Αλλά εδώ υποδούλωσε όχι άνανδρους, αλλά ανθρώπους που με πόνο και ντροπή θυμούνται τις προειδοποιήσεις του Σόλωνα, και οι οποίοι δεν θα ανεχθούν να τυραννιούνται. Αλλά, αν ο Πεισίστρατος έγινε κύριος της πόλης, όμως δεν θα μπορέσει να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του. Γιατί είναι δύσκολο, άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι και με άριστους νόμους, να παραμείνουν επί μακρόν υπόδουλοι. Όσον αφορά εσένα, μην περιπλανάσαι, αλλά έλα σ' εμένα, στην Κρήτη, όπου δεν υπάρχει επικίνδυνος μονάρ­χης. Ενώ, ταξιδεύοντας διαρκώς, φοβούμαι μήπως πάθεις κανένα κακό από φίλους του (του Πεισίστρατου)».

Αυτό ήταν το περιεχόμενο της επιστολής. Επιπλέον, ο Δημήτριος γράφει ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Επιμενίδης είχε λάβει από τις Νύμφες κάποιο έδεσμα, που το φύλαγε μέσα σε νύχι από βόδι, και από το οποίο ρουφούσε από λίγο. Δεν είχε κενώσεις, ούτε τον είδε ποτέ κανένας να τρώει. Το αναφέρει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του. Μερικοί λένε ότι οι Κρήτες έκαμναν σ' αυτόν θυσίες σαν να ήταν θεός· γιατί, λένε, ήταν και διορατικότατος. Βλέποντας π.χ. το λιμανάκι της Μουνιχίας, κοντά στην Αθήνα, είπε στους Αθηναίους ότι καθόλου δεν υποπτεύονται πόσα κακά θα τους προξενήσει το χωριό αυτό· αλλιώς, με τα δόντια θα το κατεδάφιζαν. Και αυτά τα είπε χρόνια πριν από τα συμβάντα. Αναφέρεται, επίσης, ότι υπήρξε ο πρώτος που απεκάλεσε τον εαυτό του Αιακό και προείπε στους Λακεδαιμονίους ότι θα νικηθούν από τους Αρκάδες· και ισχυριζόταν ότι έζησε πολλές ζωές.

Ο Θεόπομπος γράφει στα «Θαυμάσιά» του πως, όταν αυτός ασχολούνταν με την ανέγερση του Ιερού των Νυμφών, ακού­στηκε μια φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Επιμενίδη, όχι Ιερό των Νυμφών αλλά του Διός». Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι προείπε στους Κρητικούς και την ήττα που, όπως και προη­γουμένως είπα, θα υφίσταντο οι Λακεδαιμόνιοι από τους Αρκάδες. Και πραγματικά, αυτοί συνετρίβησαν κοντά στον Ορχομενό.

Τα γηρατειά του βάσταξαν τόσες μέρες, όσα και τα χρόνια που κοιμήθηκε (στο σπήλαιο)· έτσι λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός εξάλλου, αναφέρει στους «Ομοίους» του ότι οι Κρήτες τον έλεγαν Κούρητα. Το σώμα του το διαφυλάσσουν οι Λακεδαιμόνιοι, υπακούοντας σε κάποιο χρησμό, όπως λέει ο Σωκράτης ο Λάκων.

Υπήρξαν και δύο άλλοι Επιμενίδες, ο γενεαλόγος και εκείνος που έγραψε για τη Ρόδο σε δωρική διάλεκτο. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων)