Η Φαίδρα του Σενέκα

ΦΑΙΔΡΑ

Μεγάλη Κρήτη, αφέντισσα στο μέγα

πέλαο, που απ' το κάθε σου ακρογιάλι

τ' αρίφνητα καράβια σου δαμάζουν

τον πόντο· αφού ως τη χώρα φτάνεις

της Ασσυρίας, περνώντας του Νηρέα

τις απλωσιές με τα πλεούμενά σου,

γιατί σαν όμηρο έτσι δίνοντάς με

σε σπίτι μισητό και μ' έναν εχθρό μου

παντρεύοντας να ζήσω μ' αναγκάζεις

στα δάκρυα και στις συμφορές; Φευγάτος

μακριά γυρίζει ο άντρας μου και πίστη

σ' εμένα δείχνει τέτοια, που ο Θησέας

μονάχα συνηθίζει. Αντρειωμένος

σύντροφος μ' έναν αδιάντροπο μνηστήρα

στης λίμνης της αγύριστης πηγαίνει

τα τρίσβαθα σκοτάδια, τη γυναίκα

του βασιλιά του Άδη για ν' αρπάξει

από το θρόνο· βοηθός ξετρέχει

τρέλας αμαρτωλής· δεν τον κρατήσαν

ο φόβος και το σέβας. Ο πατέρας

του Ιππόλυτου γυρεύει ντροπιασμένες

κι ανόσιες αγάπες μες στα βάθη

του Αχέροντα. Μα τώρα πιο μεγάλος

πόνος τη δόλια με βαραίνει. Μήτε

της νύχτας η γαλήνη κι ο βαθύς ύπνος

απ' τις πικρές με ξαλαφρώνουν έγνοιες.

Θρέφεται το κακό κι όλο φουντώνει

και την καρδιά μου καίει σαν τη λάβα

που ξεπηδά απ' την Αίτνα. Της Παλλάδας

άνεργος μένει ο αργαλειός, τ' αδράχτια

γλιστρούν από τα χέρια μου· δε στέργω

με προσφορές και δώρα να φροντίζω

τους ναούς και τους βωμούς τριγύρω,

μαζί με τις γυναίκες της Αθήνας,

σε ιερές, βουβές τελετουργίες

τις δάδες να στριφογυρίζω· μήτε

με προσευχές αγνές ή και με πράξεις

ευλαβικές, καθώς είναι συνήθειο,

τη θεά να προσκυνάω, την αφέντρα

της χώρας που την πήρε για βραβείο.

Νιώθω χαρά να κυνηγάω τ' αγρίμια,

σαν τρέχουν τρομαγμένα, και να ρίχνω

με τ' απαλό μου χέρι το κοντάρι.

Πού φτερουγάς, καρδιά μου; Γιατί τόσο

τα δάση ξέφρενα ποθείς; Της δόλιας

μάνας μου το μοιρόγραφτο θυμάμαι

κακό. Μέσα στα δάση έχουμε μάθει

τον έρωτα τον άνομο κι οι δυο μας.

Σε συμπονώ, μητέρα· ανόσιος πόθος

σε συνεπήρε και τον άγριο ταύρο,

σ' ανήμερα γελάδια πρωτολάτη,

τόλμησες ν' αγαπήσεις· τραχύς ήταν

και στο ζυγό ανυπόταχτος εκείνος

ο εραστής που οδήγαε το κοπάδι

τ' αδάμαστο, μα κάποια ένιωθε αγάπη.

Της δύστυχης εμέ ποιος θα μπορούσε

θεός ή Δαίδαλος να ξαλαφρώσει

τις φλόγες μου; Ούτε κι αν εκείνος πάλι

γυρνούσε πίσω που ήταν μαθημένος

στης Αττικής τις τέχνες, που 'χε κλείσει

στο σκοτεινό λαβύρινθο το τέρας,

καμιά δε θα μας έδινε βοήθεια

στις συμφορές μας. Τη γενιά μισώντας

του εχθρού της Ήλιου η Αφροδίτη, παίρνει

εκδίκηση από μας για το δικό της

και του Άρη αλυσόδεμα και κάθε

γόνο του Φοίβου με ντροπές γεμίζει

ανείπωτες. Καμιά του Μίνωα κόρη

στον έρωτα δεν ξέφυγε απ' το αίσχος·

πάντα την ακολούθαγε το κρίμα.

(Σενέκας, Ιππόλυτος ή Φαίδρα, στ. 85-129, μετ. Τάσος Ρούσσος. Αθήνα: Καστανιώτης2000)