Το πάθος της Φαίδρας του Ρακίνα

Η Φαίδρα εξομολογείται το πάθος της για τον Ιππόλυτο στην έμπιστη τροφό της, την Οινώνη:


Το πάθος μου αρχίζει από παλιά. Μόλις ο γιος του Αιγέα

Με γάμο νόμιμο γυναίκα του με πήρε,

Η ευτυχία κι η γαλήνη μου μοιάζανε στεριωμένες·

Η Αθηνά τον αγέρωχο μου φανερώνει εχθρό μου.

Τον βλέπω και στη θέα του χλομιάζω, κοκκινίζω·

Μια ταραχή σηκώνεται στην έκθαμβη ψυχή μου·

Ούτε να δω μπορούσα πια ούτε και να μιλήσω·

Και πάγωνα και φλέγομουν παντού σ' όλο το σώμα.

Την Αφροδίτη ένιωσα, τις τρομερές φωτιές της,

Μαρτύρια αναπόφευκτα γενιάς που κατατρέχει.

Με προσευχές ατέρμονες ότι γινόταν πίστεψα να τα αποδιώξω:

Ναό της έχρισα, και φρόντισα να τον στολίσω.

Όλη την ώρα γύρω μου σφαγμένα ζώα,

έψαχνα μες στα μέλη τους τα πλανημένα λογικά μου.

Φάρμακα ανίσχυρα μιας αθεράπευτης αγάπης!

Μάταια στους βωμούς το χέρι μου έκαιε το λιβάνι:

Όταν το στόμα μου ικέτευε τ' όνομα της Θεάς, εγώ

Λάτρευα τον Ιππόλυτο· και βλέποντάς τον αδιάκοπα,

Ακόμα και στα πόδια των βωμών, όπου άναβα θυσίες,

Όλα τα πρόσφερα σε τούτον το Θεό που δεν τολμούσα να ονομάσω.

Παντού τον αποφεύγω. Ω κορυφή της δυστυχίας!

Τα μάτια μου στην όψη του πατέρα του τον ξαναβρίσκουν.

Τέλος τολμώ κι αντίθετα πράττω απ' ό,τι νιώθω:

Ερέθισα το ζήλο μου να τον καταδιώξω,

Για ν' αφανίσω έναν εχθρό που σαν θεό λατρεύω,

Μιας άδικης κάνω πως νιώθω μητριάς τη μοχθηρία·

Την εξορία του ταχύνω, κι οι ατελείωτες κραυγές μου

Απ' την αγκάλη κι απ'το στήθος το πατρικό τον ξεριζώνουν.

Ανάσανα, Οινώνη· κι απ' τον καιρό που έφυγε,

Αθώες και γαλήνιες οι μέρες μου κυλούσαν.

Υπάκουη στον άντρα μου, και κρύβοντας τον πόνο,

Του ολέθριου του γάμου μας φρόντιζα τα βλαστάρια.

Μάταιες προφυλάξεις! Άσπλαχνο πεπρωμένο!

Ο ίδιος μου ο άντρας τον ξαναφέρνει στην Τροιζήνα,

Και ξαναβλέπω τον εχθρό που είχα απομακρύνει:

Αμέσως μάτωσε η ολοζώντανη λαβωματιά μου.

Δεν ήταν πια μια λαύρα στις φλέβες μου κρυμμένη:

Η Αφροδίτη ολόκληρη έσφιγγε τη βορά της.

Ένιωσα για το κρίμα μου δίκαιο τρόμο·

Είδα με μίσος τη ζωή, τη φλόγα μου με φρίκη.

Πεθαίνοντας να σώσω ήθελα την τιμή μου,

Να σβήσω από το φως μια φλόγα τόσο μαύρη:

Τα δάκρυα, το πείσμα σου δεν μπόρεσα ν' αντέξω·

Όλα σου τα ομολόγησα· γι' αυτό δε μετανιώνω,

Φτάνει κι εσύ να σεβαστείς που ο θάνατος μ' αγγίζει,

Και μ' επιθέσεις άδικες να μη με φαρμακώνεις,

Και με φροντίδες μάταιες να μην ανασκαλεύεις

Λίγη ετοιμόσβεστη φωτιά που μένει απ' τη ζωή μου.

(στ. 269-316, μετ. Στρατής Πασχάλης)

 

Σχόλιο του μεταφραστή για τη Φαίδρα του Ρακίνα

«Η Φαίδρα είναι το τελευταίο […] έργο της θεατρικής σταδιοδρομίας του Ρακίνα πριν από τη μεταστροφή του στον ιανσενισμό και στην κλειστή ζωή της οικογένειας. Οι ειδικοί θέλουν να το θεωρούν ένα συμβόλαιο επανασύνδεσης του συγγραφέα με το Πορ-Ρουαγιάλ, υποστηρίζοντας ότι η νοσταλγία του ποιητή για τη θρησκεία και την πνευματική αναχώρηση είχε κιόλας αρχίσει πριν από τη σκευωρία, που δεν υπήρξε ουσιαστικά η αίτια αλλά η αφορμή της μεταστροφής. Πεποίθηση που τη στηρίζουν αφενός σε ορισμένα σημεία του προλόγου και αφ' ετέρου στο πνεύμα που κυριαρχεί σε ολόκληρο το δράμα· ένα πνεύμα χριστιανικού πεσιμισμού, όπου οι μόνες ενδείξεις για τον μη χριστιανικό κόσμο, στον οποίο η ηρωίδα ανήκει, είναι τόσο η τελική αυτοκτονία της, που ανακαλεί τη φιλοσοφία των στωικών, όσο και η απουσία της δυνατότητας να σωθεί από τη θεία χάρη. Γνωρίσματα που καθιστούν τη Φαίδρα μια χριστιανή πριν από τον Χριστό ή μια μαρτυρική μορφή χωρίς θεό.

Άλλωστε ο θρηνητικός τόνος με τους μακρόσυρτους ρυθμούς, που γεμίζουν το έργο απ' άκρη σ' άκρη, θυμίζει τους βιβλικούς κλαυθμούς των προφητών και των Ψαλμών του Δαυίδ για κάποιο προαιώνιο ανόμημα. Το ένοχο πάθος της γυναίκας του Θησέα δεν είναι μια δική της επιλογή αλλά η κληρονομιά ενός προγονικού αμαρτήματος. Κι εκείνη, μην έχοντας άλλη αναφορά έξω από τον εαυτό της και τις φυσικές αρχές, λαμπρές ή ζοφερές, του κόσμου ετούτου, εγκαταλείπεται «εαυτοτιμωρούμενη» στο σατανικό παιχνίδι της μοίρας, που την οδηγεί στον όλεθρο.

Το έργο δεν έχει όμοιό του σε λιτότητα εκφραστική. Στην ποιητική παλέτα του Ρακίνα θα 'λεγες πως δεν υπάρχουν παρά τρία μόνο χρώματα: η ώχρα, το κόκκινο και το μαύρο -που άλλοτε αναμειγνύονται δίνοντας ποικίλα χρωματικά παράγωγα κι άλλοτε απλώνονται πηχτά ή διαφανή επάνω στη σκληρότητα του άσπρου: ήλιος, φως, μέρα-αίμα, φωτιά, μανία-νύχτα, κάπνα, θεριό· σε άπειρες παραλλαγές. Με αποκορύφωμα τον περίφημο στίχο La fille de Minos et de Pusiphae (Της Πασιφάης και του Μίνωα τη θυγατέρα), μια απλούστατη περίφραση που πέρα από τη ρυθμική της κομψότητα γίνεται μια ανάγλυφη μετώπη δίνοντας, μέσα από το πλησίασμα των δυο συμβολικών ονομάτων, υπαινικτικές προεκτάσεις στο πρόσωπο της ηρωίδας, αυτής της κόρης του Φωτός και του Σκότους.

Η Φαίδρα είναι η τραγωδία που θέτει το πρόβλημα μιας φρεναπάτης: της αντίληψης ότι ό άνθρωπος είναι ελεύθερος. Κάτι που μας οδηγεί όχι μόνο στο ερώτημα που απασχόλησε τον κόσμο του 17ου αιώνα σχετικά με τον από τα πριν καθορισμένο προορισμό του άνθρωπου, αλλά και στον ντετερμινισμό του 19ου αιώνα, καθώς και στον σύγχρονο υπαρξιακό μηδενισμό, φτάνοντας έτσι να συνοψίσει το ψυχολογικό θέατρο σε όλο του το φάσμα: από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ μέχρι τους αμερικανούς δραματουργούς και το θέατρο του παραλόγου.» (Στρατής Πασχάλης, από την Εισαγωγή στη μετάφραση του έργου. Αθήνα: Ίκαρος, 1990)