Ἆθλα επί Πατρόκλῳ: ο αγώνας τοξοβολίας

Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον,

αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,

και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον

σ' εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι

από το πόδι, και σ΄ αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.

«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι

όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.

Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,

θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης».

Είπε, κι ευθύς σηκώθηκαν ο Τεύκρος πολεμάρχης

και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.

Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους

και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε· κι έριξ' ευθύς το βέλος

σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει

από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.

Και το πουλί δεν πέτυχεν, ότι αντιστάθη ο Φοίβος·

κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην

το βέλος και την έκοψε· κι ευθύς το περιστέρι

πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη

προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.

Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης

και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε.

Κατόπι ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου

από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.

Το περιστέρ' είδε υψηλά στα σύννεφ' από κάτω

να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ' την φτερούγα

κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος

κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην· κι ευθύς η περιστέρα

εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,

και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της

από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον

έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.

Ο Μηριόνης πήρ' ευθύς τες δίστομες αξίνες

κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.

(Όμ. Ιλ. Ψ 850-883, μετ. Ι. Πολυλάς)