Θάνατος του Μίνωα

Ο Μίνωας, ο βασιλιάς των Κρητών, που εκείνη την εποχή ήταν θαλασσοκράτορας, όταν έμαθε ότι ο Δαίδαλος κατέφυγε στη Σικελία, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της. Αφού ετοίμασε αξιόλογη ναυτική δύναμη, ορμήθηκε από την Κρήτη και κατέπλευσε στην περιοχή του Ακράγαντα, που ονομάστηκε από αυτόν Μινώα. Αφού αποβίβασε τον στρατό του, έστειλε αγγελιαφόρους προς τον βασιλιά Κώκαλο και ζητούσε να του παραδώσει τον Δαίδαλο για να τον τιμωρήσει. Ο Κώκαλος κάλεσε τον Μίνωα να συζητήσουν και, αφού του υποσχέθηκε ότι θα πράξει όλα όσα του ζητάει, τον οδήγησε στο σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Κι εκεί που έπαιρνε το λουτρό του, ο Κώκαλος τον κράτησε περισσότερη ώρα στο ζεματιστό νερό και τον ξέκαμε. Κι έδωσε πίσω στους Κρήτες το σώμα του προφασιζόμενος για τον θάνατό του ότι τάχα γλίστρησε στο λουτρό κι έπεσε μέσα στο ζεστό νερό και πέθανε. Ύστερα από αυτά, οι σύντροφοί του στην εκστρατεία έθαψαν το σώμα του βασιλιά τους με μεγαλοπρέπεια. Κι έχτισαν έναν τάφο με δυο διαμερίσματα. Στο κρυφό, το υπόγειο διαμέρισμα, τοποθέτησαν τα οστά και το άλλο, το ορατό, έκαναν ένα ιερό της Αφροδίτης. Τον Μίνωα τον τιμούσαν εδώ επί πολλές γενεές και οι κάτοικοι πρόσφεραν εκεί θυσίες με την ιδέα ότι ήταν ένας ναός της Αφροδίτης. Στα νεότερα χρόνια, όταν κτίσθηκε η πόλη των Ακραγαντίνων, ο τάφος γκρεμίστηκε και τα οστά δόθηκαν πίσω στους Κρήτες, όταν βασιλιάς των Ακραγαντίνων ήταν ο Θήρων. [Σημ.: Ο Θήρων πέθανε το 472 μετά από δεκαέξι χρόνια εξουσίας] (Διόδωρος Σ. 4.79.1-5)