Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (2-4)


Τὸ δὲ μεμψίμοιρον οὐδὲ οὕτω διαφυγεῖν ῥᾴδιον, ἀλλὰ πολλάκις οἱ μὲν ἄλλοι θεοί τε καὶ ἀνέρες ἱπποκορυσταὶ εὕδουσι παννύχιοι, τὸν Δία δὲ ἐμὲ οὐκ ἔχει νήδυμος ὕπνος· ἢν γάρ τί που καὶ μικρὸν ἐπινυστάσωμεν, ἀληθὴς εὐθὺς ὁ Ἐπίκουρος, ἀπρονοήτους ἡμᾶς ἀποφαίνων τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων. καὶ ὁ κίνδυνος οὐκ εὐκαταφρόνητος εἰ ταῦτα οἱ ἄνθρωποι πιστεύσουσιν αὐτῷ, ἀλλ᾽ ἀστεφάνωτοι μὲν ἡμῖν οἱ ναοὶ ἔσονται, ἀκνίσωτοι δὲ αἱ ἀγυιαί, ἄσπονδοι δὲ οἱ κρατῆρες, ψυχροὶ δὲ οἱ βωμοί, καὶ ὅλως ἄθυτα καὶ ἀκαλλιέρητα πάντα καὶ ὁ λιμὸς πολύς. τοιγαροῦν ὥσπερ οἱ κυβερνῆται ὑψηλὸς μόνος ἐπὶ τῆς πρύμνης ἕστηκα τὸ πηδάλιον ἔχων ἐν ταῖν χεροῖν, καὶ οἱ μὲν ἐπιβάται μεθύοντες εἰ τύχοι ἐγκαθεύδουσιν, ἐγὼ δὲ ἄγρυπνος καὶ ἄσιτος ὑπὲρ ἁπάντων «μερμηρίζω κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν» μόνῳ τῷ δεσπότης εἶναι δοκεῖν τετιμημένος. [3] ὥστε ἡδέως ἂν ἐροίμην τοὺς φιλοσόφους, οἳ μόνους τοὺς θεοὺς εὐδαιμονίζουσιν, πότε καὶ σχολάζειν ἡμᾶς τῷ νέκταρι καὶ τῇ ἀμβροσίᾳ νομίζουσι μυρία ὅσα ἔχοντας πράγματα.
Ἰδού γέ τοι ὑπ᾽ ἀσχολίας τοσαύτας ἑώλους δίκας φυλάττομεν ἀποκειμένας ὑπ᾽ εὐρῶτος ἤδη καὶ ἀραχνίων διεφθαρμένας, καὶ μάλιστα ὁπόσαι ταῖς ἐπιστήμαις καὶ τέχναις πρὸς ἀνθρώπους τινὰς συνεστᾶσιν, πάνυ παλαιὰς ἐνίας αὐτῶν. οἱ δὲ κεκράγασιν ἁπανταχόθεν καὶ ἀγανακτοῦσιν καὶ τὴν δίκην ἐπιβοῶνται κἀμὲ τῆς βραδυτῆτος αἰτιῶνται, ἀγνοοῦντες ὡς οὐκ ὀλιγωρίᾳ τὰς κρίσεις ὑπερημέρους συνέβη γενέσθαι, ἀλλ᾽ ὑπὸ τῆς εὐδαιμονίας ᾗ συνεῖναι ἡμᾶς ὑπολαμβάνουσιν. τοῦτο γὰρ τὴν ἀσχολίαν καλοῦσιν.
ΕΡΜΗΣ
[4] Καὐτός, ὦ Ζεῦ, πολλὰ τοιαῦτα ἐπὶ τῆς γῆς ἀκούων δυσχεραινόντων λέγειν πρὸς σὲ οὐκ ἐτόλμων. ἐπεὶ δὲ σὺ περὶ τούτων τοὺς λόγους ἐνέβαλες, καὶ δὴ λέγω. πάνυ ἀγανακτοῦσιν, ὦ πάτερ, καὶ σχετλιάζουσιν καὶ εἰς τὸ φανερὸν μὲν οὐ τολμῶσι λέγειν, ὑποτονθορύζουσι δὲ συγκεκυφότες αἰτιώμενοι τὸν χρόνον· οὓς ἔδει πάλαι τὰ καθ᾽ αὑτοὺς εἰδότας στέργειν ἕκαστον τοῖς δεδικασμένοις.
ΖΕΥΣ
Τί οὖν, ὦ Ἑρμῆ, δοκεῖ; προτίθεμεν αὐτοῖς ἀγορὰν δικῶν, ἢ θέλεις εἰς νέωτα παραγγελοῦμεν;
ΕΡΜΗΣ
Οὐ μὲν οὖν, ἀλλὰ ἤδη προθῶμεν.
ΖΕΥΣ
Οὕτω ποίει· σὺ μὲν κήρυττε καταπτάμενος ὅτι ἀγορὰ δικῶν ἔσται κατὰ τάδε. πάντας ὁπόσοι τὰς γραφὰς ἀπενηνόχασιν, ἥκειν τήμερον εἰς Ἄρειον πάγον, ἐκεῖ δὲ τὴν μὲν Δίκην ἀποκληροῦν σφίσι τὰ δικαστήρια κατὰ λόγον τῶν τιμημάτων ἐξ ἁπάντων Ἀθηναίων· εἰ δέ τις ἄδικον οἴοιτο γεγενῆσθαι τὴν κρίσιν, ἐξεῖναι ἐφέντι ἐπ᾽ ἐμὲ δικάζεσθαι ἐξ ὑπαρχῆς, ὡς εἰ μηδὲ τὸ παράπαν ἐδεδίκαστο. σὺ δέ, ὦ θύγατερ, καθεζομένη παρὰ τὰς σεμνὰς θεὰς ἀποκλήρου τὰς δίκας καὶ ἐπισκόπει τοὺς δικάζοντας.


Κι όμως, όσα κι αν κάνω, δεν είν᾽ εύκολο να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο. Πόσες φορές, ενώ οι άλλοι θεοί κι οι άνθρωποι κοιμούνται όλη τη νύχτα μακάρια, για μένα τον Δία ύπνος δεν υπάρχει. Γιατί, λιγάκι αν κλείσω τα μάτια μου να ξεκουραστώ, αμέσως σηκώνεται ο Επίκουρος, και με το δίκιο του μας κατηγορεί ότι δεν προνοούμε για τα επίγεια πράγματα. Και δεν είναι ευκαταφρόνητος ο κίνδυνος, αν καθίσουν και τον πιστέψουν οι άνθρωποι, γιατί τότε πια χωρίς στεφάνια θα μείνουν οι ναοί μας, ψυχροί οι βωμοί, στεγνοί οι κρατήρες, κνίσα δεν θα βγαίνει από πουθενά, θυσίες δεν θα προσφέρει κανένας, κι έτσι θα ᾽ρθει πείνα για μας και δυστυχία! Γι᾽ αυτό, λοιπόν, σαν τους καπετάνιους, πρέπει κι εγώ να στέκομαι μόνος στην πρύμνη και να κρατώ αδιάκοπα το τιμόνι στα χέρια. Κι αν οι επιβάτες μεθύσουν και κοιμηθούν, εγώ όμως, νηστικός, άγρυπνος, ακούραστος, φροντίζω για όλα κι έχω για μόνη ανταμοιβή μου το να με τιμούνε ως παντοκράτορα.
[3] Πολύ, λοιπόν, θα ήθελα να ρωτήσω τους φιλοσόφους, που λένε πως μόνο οι θεοί είν᾽ ευτυχισμένοι, πότε φαντάζονται πως βρίσκουμε καιρό να πίνουμε το νέκταρ και να τρώμε την αμβροσία. Κοιτάζετε εδώ πόσες δικογραφίες περιμένουν να δικασθούν: τις τρώει μούχλα κι η αραχνιά και δεν προφθάνουμε να τις κρίνουμε. Οι περισσότερες, και μάλιστα οι πιο παλιές, είναι καταγγελίες από τέχνες κι επιστήμες εναντίον ορισμένων ανθρώπων. Κι όλοι φωνάζουν απ᾽ όλες τις μεριές και θυμώνουν και τα βάζουν μαζί μου γιατί καθυστερούν οι υποθέσεις τους, και δεν καταλαβαίνουν ότι οι δίκες τους καθυστερούν όχι από αμέλεια, αλλ᾽ από την πολλή μας την ευδαιμονία. Γιατί, βλέπετε, το να σκοτώνεσαι στη δουλειά, αυτό το λένε ευδαιμονία!
ΕΡΜΗΣ
[4] Κι εγώ, Δία, πολλά έχω ακούσει κάτω στη γη να λένε εναντίον σου, και δεν τολμούσα να σου τα πω. Όλοι είναι δυσαρεστημένοι και διαμαρτύρονται, αλλά δεν έχουν το θάρρος να τα πούνε φανερά κι όλο μουρμουρίζουν σκυμμένοι ο ένας κοντά στον άλλο και λένε πως έπρεπε να ξέρουν πια το αποτέλεσμα κάθε δίκης, για να συμμορφωθούν και να κανονίσουν τις δουλειές τους.
ΖΕΥΣ
Λοιπόν, τί λες να κάμουμε, Ερμή; Να τις δικάσουμε τώρα ή να τις αναβάλλουμε για του χρόνου;
ΕΡΜΗΣ
Όχι αναβολές! Να τις δικάσουμε τώρα.
ΖΕΥΣ
Όπως αγαπάς. Λοιπόν, εσύ να πετάξεις, και να κηρύξεις ότι σήμερα είναι δικάσιμος. Όλοι όσοι έχουν δίκες εκκρεμείς να πάνε στον Άρειο Πάγο, όπου η Δίκη θα κληρώσει τους δικαστές, αναλόγως με τη σημασία των υποθέσεων, απ᾽ όλους τους Αθηναίους. Και να δηλώσετε ότι αν κανείς νομίζει ότι αδικείται, του επιτρέπεται να κάμει έφεση σ᾽ έμενα, να δικασθεί πάλι απ᾽ την αρχή. Εσύ, κόρη μου, κάθισε κοντά στις σεβαστές θεές, να κληρώσεις και να επιβλέπεις τους δικαστές.