Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δὶς κατηγορούμενος (30-32)


ΣΥΡΟΣ
[30] Ἐπεὶ καὶ τοῦτο, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἡ ἀντίδικος ἠγανάκτησεν, εἰ μακρῷ χρήσομαι τῷ λόγῳ, καὶ ταῦτα τὸ δύνασθαι λέγειν παρ᾽ ἐκείνης λαβών, πολλὰ μὲν οὐκ ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς, τὰ κεφάλαια δὲ αὐτὰ ἀπολυσάμενος τῶν κατηγορηθέντων ὑμῖν ἀπολείψω σκοπεῖν περὶ ἁπάντων. πάντα γὰρ ὁπόσα διηγήσατο περὶ ἐμοῦ ἀληθῆ ὄντα διηγήσατο· καὶ γὰρ ἐπαίδευσεν καὶ συναπεδήμησεν καὶ εἰς τοὺς Ἕλληνας ἐνέγραψεν, καὶ κατά γε τοῦτο χάριν ἂν εἰδείην τῷ γάμῳ. δι᾽ ἃς δὲ αἰτίας ἀπολιπὼν αὐτὴν ἐπὶ τουτονὶ τὸν Διάλογον ἐτραπόμην, ἀκούσατε, ὦ ἄνδρες δικασταί, καί με μηδὲν τοῦ χρησίμου ἕνεκα ψεύδεσθαι ὑπολάβητε.
[31] Ἐγὼ γὰρ ὁρῶν ταύτην οὐκέτι σωφρονοῦσαν οὐδὲ μένουσαν ἐπὶ τοῦ κοσμίου σχήματος οἷόν ποτε ἐσχηματισμένην αὐτὴν ὁ Παιανιεὺς ἐκεῖνος ἠγάγετο, κοσμουμένην δὲ καὶ τὰς τρίχας εὐθετίζουσαν εἰς τὸ ἑταιρικὸν καὶ φυκίον ἐντριβομένην καὶ τὠφθαλμὼ ὑπογραφομένην, ὑπώπτευον εὐθὺς καὶ παρεφύλαττον ὅποι τὸν ὀφθαλμὸν φέρει. καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἐῶ· καθ᾽ ἑκάστην δὲ τὴν νύκτα ὁ μὲν στενωπὸς ἡμῶν ἐνεπίμπλατο μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ᾽ αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν, ἐνίων δὲ καὶ εἰσβιάζεσθαι σὺν οὐδενὶ κόσμῳ τολμώντων. αὐτὴ δὲ ἐγέλα καὶ ἥδετο τοῖς δρωμένοις καὶ τὰ πολλὰ ἢ παρέκυπτεν ἀπὸ τοῦ τέγους ᾀδόντων ἀκούουσα τραχείᾳ τῇ φωνῇ ᾠδάς τινας ἐρωτικὰς ἢ καὶ παρανοίγουσα τὰς θυρίδας ἐμὲ οἰομένη λανθάνειν ἠσέλγαινε καὶ ἐμοιχεύετο πρὸς αὐτῶν. ὅπερ ἐγὼ μὴ φέρων γράψασθαι μὲν αὐτὴν μοιχείας οὐκ ἐδοκίμαζον, ἐν γειτόνων δὲ οἰκοῦντι τῷ Διαλόγῳ προσελθὼν ἠξίουν καταδεχθῆναι ὑπ᾽ αὐτοῦ.
[32] Ταῦτά ἐστιν ἃ τὴν Ῥητορικὴν ἐγὼ μεγάλα ἠδίκηκα. καίτοι εἰ καὶ μηδὲν αὐτῇ τοιοῦτο ἐπέπρακτο, καλῶς εἶχέ μοι ἀνδρὶ ἤδη τετταράκοντα ἔτη σχεδὸν γεγονότι θορύβων μὲν ἐκείνων καὶ δικῶν ἀπηλλάχθαι καὶ τοὺς ἄνδρας τοὺς δικαστὰς ἀτρεμεῖν ἐᾶν, τυράννων κατηγορίας καὶ ἀριστέων ἐπαίνους ἐκφυγόντα, εἰς δὲ τὴν Ἀκαδήμειαν ἢ εἰς τὸ Λύκειον ἐλθόντα τῷ βελτίστῳ τούτῳ Διαλόγῳ συμπεριπατεῖν ἠρέμα διαλεγομένους, τῶν ἐπαίνων καὶ κρότων οὐ δεομένους.
Πολλὰ ἔχων εἰπεῖν ἤδη παύσομαι. ὑμεῖς δὲ εὔορκον τὴν ψῆφον ἐνέγκατε.
ΔΙΚΗ
Τίς κρατεῖ;
ΕΡΜΗΣ
Πάσαις ὁ Σύρος πλὴν μιᾶς.


ΣΥΡΟΣ
[30] Αφού η αντίδικός μου, ω άνδρες δικασταί, θα θυμώσει αν ειπώ πολλά, (είναι ωστόσο γνωστό πως απ᾽ αυτήν έχω πάρει τη ρητορική ικανότητα), δεν θα μακρολογήσω, αλλά θα προσπαθήσω ν᾽ ανασκευάσω το σπουδαιότερο σημείο της κατηγορίας και θα σας αφήσω να κρίνετε για τα υπόλοιπα. Λοιπόν, όσα κάθισε και διηγήθηκε για μένα, είναι σωστά. Γιατί αληθινά, με μόρφωσε, με ταξίδεψε, με πολιτογράφησε στους Έλληνες, και για όλ᾽ αυτά χρωστώ ευγνωμοσύνη σ᾽ αυτό τον γάμο. Ποιοί λοιπόν λόγοι μ᾽ έκαμαν να την αφήσω και να πάω σ᾽ αυτόν εδώ τον Διάλογο; Ακούσετέ τους, ω άνδρες Αθηναίοι, και μη νομίσετε ότι σας λέω ψέματα, κοιτάζοντας τί με συμφέρει.
[31] Την έβλεπα λοιπόν ότι δεν ήταν πια φρόνιμη, ούτε διατηρούσε πια εκείνο το σεμνό ύφος που είχε τον καιρό που σύζυγός της ήταν ο ένδοξος εκείνος Παιανειεύς, αλλά καθόταν και στολιζόταν, έσιαχνε τα μαλλιά της σαν κοκότα, έβαζε φκιασίδι στα μάγουλα κι έβαφε και τα μάτια της γύρω γύρω. Υποπτεύθηκα λοιπόν, κι άρχισα να την παρακολουθώ κατά πού έριχνε τα βλέμματά της. Αφήνω όλα τ᾽ άλλα και σας λέω αυτό μονάχα: Κάθε νύχτα, το σπιτάκι μας ήταν γεμάτο από μεθυσμένους εραστές που της έκαναν σερενάδες και μας χτυπούσαν την πόρτα· μερικοί μάλιστα είχαν και το θράσος να μπαίνουν μέσα με το στανιό, χωρίς καμιά ντροπή. Κι αυτή η κυρία γελούσε κι ευχαριστιόταν μ᾽ όλ᾽ αυτά, κι έβγαινε στο λιακωτό ν᾽ ακούσει τις αγριοφωνάρες και τα πρόστυχα τραγούδια τους, ή άνοιγε κρυφά την πόρτα, νομίζοντας πως εγώ κοιμόμουν, κι αφήνοντας κατά μέρος κάθε ντροπή, πήγαινε και μοιχευόταν μαζί τους. Ε, αυτή την κατάσταση δεν μπορούσα βέβαια να την ανεχθώ. Δεν θέλησα να της κάμω μήνυση, αλλά σηκώθηκα και πήγα στον Διάλογο, που ήταν γείτονάς μας, και του ζήτησα στέγη.
[32] Αυτά είναι τα φοβερά και τρομερά αδικήματα που έκαμα εγώ στη Ρητορική. Αλλά και όλ᾽ αυτά αν δεν είχαν γίνει, μου φαίνεται ότι καιρός μου ήταν πια, σαράντα χρονών άνθρωπος τώρα, ν᾽ απαλλαχθώ από τις δίκες και τις φασαρίες της ρητορικής τέχνης, ν᾽ αφήσω ήσυχους τους δικαστές, και να παύσω πια ν᾽ ακούω τις κατηγορίες των τυράννων και τους επαίνους των επιφανών και να ᾽ρθω στο Λύκειο ή στην Ακαδημία, να βρω τον καλό μου αυτό Διάλογο, να μιλώ μαζί του, περιπατώντας ήσυχα κι ανθρωπινά, γιατί δεν μου χρειάζονται πια οι θόρυβοι κι οι φασαρίες. Είχα πολλά να πω ακόμη, αλλά σας αφήνω τώρα να ψηφίσετε κατά τη συνείδησή σας.
ΔΙΚΗ
Ποιος νικά;
ΕΡΜΗΣ
Όλες ο Σύρος, εκτός από μια.