Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δραπέται (15-19)


[15] Καὶ γὰρ αὖ κἀκεῖνο ἑώρων, οἶμαι, ὡς ἐξ ἴσου καταστήσονται τοῖς ὀρθῶς φιλοσοφοῦσιν, οὐδέ τις ὁ δικάσων καὶ διακρινῶν τὰ τοιαῦτα ἔσται, ἢν μόνον τὰ ἔξω ᾖ ὅμοια. ἀρχὴν γὰρ οὐδὲ τὸν ἔλεγχον δέχονται, ἢν ἔρηταί τις οὑτωσὶ κοσμίως καὶ κατὰ βραχύ, ἀλλ᾽ εὐθὺς βοῶσιν καὶ ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν τὴν ἑαυτῶν ἀναφεύγουσι, τὴν λοιδορίαν, καὶ πρόχειρον τὸ ξύλον. καὶ ἢν μὲν τὰ ἔργα ζητῇς, οἱ λόγοι πολλοί, ἢν δὲ ἀπὸ τῶν λόγων κρίνειν ἐθέλῃς, τὸν βίον ἀξιοῦσι σκοπεῖν.
[16] Τοιγαροῦν ἐμπέπλησται πᾶσα πόλις τῆς τοιαύτης ῥᾳδιουργίας, καὶ μάλιστα τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων, οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ φύσει τῶν κυνῶν, οἷον τὸ φυλακτικὸν ἢ οἰκουρικὸν ἢ φιλοδέσποτον ἢ μνημονικόν, οὐδαμῶς ἐζηλώκασιν, ὑλακὴν δὲ καὶ λιχνείαν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ἀφροδίσια συχνὰ καὶ κολακείαν καὶ τὸ σαίνειν τὸν διδόντα καὶ περὶ τραπέζας ἔχειν, ταῦτα ἀκριβῶς ἐκπεπονήκασιν.
[17] Ὄψει τοίνυν μετὰ μικρὸν οἷα ἔσται. οἱ γὰρ ἐκ τῶν ἐργαστηρίων ἅπαντες ἀναπηδήσαντες ἐρήμους τὰς τέχνας ἐάσουσιν ὅταν ὁρῶσι σφᾶς μέν, πονοῦντας καὶ κάμνοντας ἕωθεν ἐς ἑσπέραν ἐπικεκυφότας τοῖς ἔργοις, μόγις ἀποζῶντας ἐκ τῆς τοιαύτης μισθαρνίας, ἀργοὺς δὲ καὶ γόητας ἀνθρώπους ἐν ἅπασιν ἀφθόνοις βιοῦντας, αἰτοῦντας μὲν τυραννικῶς, λαμβάνοντας δὲ προχείρως, ἀγανακτοῦντας δέ, εἰ μὴ λάβοιεν, οὐκ ἐπαινοῦντας δέ, οὐδ᾽ εἰ λάβοιεν. ταῦτα ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος δοκεῖ αὐτοῖς καὶ ἀτεχνῶς τὸ μέλι αὐτὸ ἐς τὰ στόματα ἐσρεῖν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.
[18] Καὶ ἧττον ἂν δεινὸν τὸ πρᾶγμα ἦν, εἰ τοιοῦτοι ὄντες μηδὲν εἰς ἡμᾶς ἄλλο ἐξύβριζον· οἱ δέ, μάλα σεμνοὶ καὶ σκυθρωποὶ τὰ ἔξω καὶ τὰ δημόσια φαινόμενοι, ἢν παιδὸς ὡραίου ἢ γυναικὸς λάβωνται καλῆς ἢ ἐλπίσωσιν, σιωπᾶν ἄξιον οἷα ποιοῦσιν. ἔνιοι δὲ καὶ ξένων τῶν σφετέρων γυναῖκας ἀπάγουσι μοιχεύσοντες κατὰ τὸν Ἰλιέα ἐκεῖνον νεανίσκον, ὡς φιλοσοφοῖεν δὴ καὶ αὗται· εἶτα κοινὰς αὐτὰς ἅπασι τοῖς ξυνοῦσι προθέμενοι Πλάτωνός τι δόγμα οἴονται ποιεῖν, οὐκ εἰδότες ὅπως ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος ἠξίου κοινὰς ἡγεῖσθαι τὰς γυναῖκας. [19] ἃ μὲν γὰρ ἐν τοῖς συμποσίοις δρῶσιν καὶ ἃ μεθύσκονται, μακρὸν ἂν εἴη λέγειν. καὶ ταῦτα ποιοῦσι πῶς οἴει κατηγοροῦντες αὐτοὶ μέθης καὶ μοιχείας καὶ λαγνείας καὶ φιλαργυρίας· οὐδὲν γοῦν οὕτως εὕροις ἂν ἄλλο ἄλλῳ ἐναντίον ὡς τοὺς λόγους αὐτῶν καὶ τὰ ἔργα. οἷον κολακείαν μισεῖν φασιν, κολακείας ἕνεκα τὸν Γναθωνίδην ἢ τὸν Στρουθίαν ὑπερβαλέσθαι δυνάμενοι. ἀληθεύειν τοὺς ἄλλους προτρέποντες, οὐκ ἂν οὐδὲ κινῆσαι τὴν γλῶτταν μὴ μετὰ τοῦ καὶ ψεύσασθαι δύναιντο. ἡδονὴ πᾶσιν ἐχθρὸν τῷ λόγῳ καὶ ὁ Ἐπίκουρος πολέμιος, ἔργῳ δὲ διὰ ταύτην ἅπαντα πράττουσιν. τὸ δ᾽ ὀξύχολον καὶ μικραίτιον καὶ πρὸς ὀργὴν ῥᾴδιον ὑπὲρ τὰ βρεφύλλια τὰ νεογνά· γέλωτα γοῦν οὐ μικρὸν παρέχουσι τοῖς θεωμένοις, ὁπόταν ὑπὸ τῆς τυχούσης αἰτίας ἐπιζέσῃ μὲν αὐτοῖς ἡ χολή, πελιδνοὶ δὲ τὴν χροιὰν βλέπωνται, ἰταμόν τι καὶ παράφορον δεδορκότες, καὶ ἀφροῦ, μᾶλλον δὲ ἰοῦ, μεστὸν αὐτοῖς ᾖ τὸ στόμα.


[15] Διαπίστωναν επίσης και το εξής, κατά τη γνώμη μου: ότι θα μπορούσαν να εξισωθούν με όσους πραγματικά φιλοσοφούνε, και ότι δεν θα υπάρξει κανείς που να αποφανθεί και να ξεχωρίσει τα ζητήματα αυτού του είδους, αρκεί μόνο να υπάρχει ομοιότητα στην εξωτερική εμφάνιση. Άλλωστε κατ᾽ αρχήν ούτε καν αποδέχονται τον έλεγχο, ακόμη κι αν κάποιος τούς ρωτήσει με ευπρέπεια και συντομία, αλλά αμέσως αρχίζουν τις φωνές και καταφεύγουν στη δική τους ακρόπολη, την κακολογία, έχοντας στη διάθεσή τους και το ξύλο. Κι αν εξετάζεις τα έργα τους, είναι πολλά τα λόγια τους, αν πάλι θέλεις να τους κρίνεις από τα λόγια τους, έχουν την αξίωση να εξετάσεις τη ζωή τους.
[16] Έχει γεμίσει λοιπόν κάθε πόλη από αυτή τη μηχανορραφία, και ιδιαίτερα από αυτούς που επικαλούνται τον Διογένη και τον Αντισθένη και τον Κράτητα, και ακολουθούν την παράταξη των κυνικών. Αυτοί λοιπόν οτιδήποτε χρήσιμο υπάρχει στη φύση των σκύλων, όπως η διάθεση να είναι φύλακες ή η τάση να μένουν στο σπίτι ή η αγάπη για τα αφεντικά τους ή η μνημονική τους ικανότητα, δεν ενδιαφέρονται να το μιμηθούν, αλλά το γάβγισμα και τη λαιμαργία και το άρπαγμα και τις συχνές ερωτικές ενασχολήσεις και την κολακεία και το να κουνούν την ουρά τους σε όποιον τους δίνει και το να τριγυρνούν γύρω από τα τραπέζια, αυτά τα εξασκούν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια.
[17] Θα δεις λοιπόν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση έπειτα από λίγο. Όλοι όσοι δουλεύουν σε εργαστήρια θα ξεσηκωθούν και θα παρατήσουν τις τέχνες τους, όταν βλέπουν από τη μια μεριά τους εαυτούς τους να κουράζονται και να ταλαιπωρούνται από το πρωί ως το βράδυ, και μόλις και μετά βίας να βγάζουν το ψωμί τους με ένα τέτοιο μεροκάματο, κι από την άλλη ανθρώπους άνεργους και απατεώνες να ζουν μέσα σε πλήρη αφθονία, καθώς απαιτούν σαν αφεντικά, παίρνουν χωρίς καμιά δυσκολία, και μάλιστα εξοργίζονται, αν δεν πάρουν, αλλά δεν λένε ούτε έναν επαινετικό λόγο, ακόμη κι όταν πάρουν. Νομίζουν πως αυτά είναι η ζωή της εποχής του Κρόνου και πως πραγματικά το μέλι χύνεται μόνο του μέσα στο στόμα τους από τον ουρανό.
[18] Και το πράγμα θα ήταν λιγότερο φοβερό, αν, τέτοιοι που είναι, δεν προχωρούσαν σε καμιά άλλη προσβολή εναντίον μας. Αυτοί όμως, ενώ στην εξωτερική και στη δημόσια εμφάνιση τους παρουσιάζονται αξιοσέβαστοι και σοβαροί, αν ένα ωραίο αγόρι ή μια όμορφη γυναίκα πέσει τα χέρια τους, ή αν προσδοκούνε κάτι τέτοιο, καλύτερα να μην πω τί κάνουνε. Μερικοί μάλιστα παίρνουν μαζί τους ακόμη και τις γυναίκες των ανθρώπων που τους φιλοξενούν, για να διαπράξουν μοιχεία μαζί τους, όπως ο νεαρός εκείνος από την Τροία, ώστε να μπορέσουν βέβαια να φιλοσοφήσουνε κι αυτές. Έπειτα τις αφήνουνε κοινές σε όλους τους συντρόφους τους, νομίζοντας πως ακολουθούν μια θεωρία του Πλάτωνα, χωρίς ούτε καν να ξέρουνε με ποιόν τρόπο ο ιερός εκείνος άνθρωπος πρόβαλε την αξίωση οι γυναίκες να θεωρούνται κοινές. [19] Όσο για το πώς συμπεριφέρονται και πώς μεθάνε στα συμπόσια, θα ήταν μακρηγορία να το πούμε. Κι όλα αυτά τα κάνουν, ενώ ξέρεις πώς κατηγορούνε οι ίδιοι το μεθύσι και τη μοιχεία και την προστυχιά και τη φιλαργυρία. Πραγματικά δεν θα μπορούσες να βρεις κάτι τόσο αντίθετο από κάτι άλλο, όσο είναι τα λόγια και τα έργα τους. Για παράδειγμα, λένε πως μισούν την κολακεία, αλλά μπορούν να ξεπεράσουνε στην κολακεία τον Γναθωνίδη ή τον Στρουθία. Ενώ προτρέπουν τους άλλους να λένε την αλήθεια, αυτοί δεν μπορούν ούτε καν να κουνήσουνε τη γλώσσα τους, χωρίς να πούνε και ψέματα. Η ηδονή είναι στα λόγια μισητή σε όλους και ο Επίκουρος εχθρός, στην πράξη όμως όλα τους τα έργα στοχεύουν σ᾽ αυτήν. Είναι πιο ευερέθιστοι και πιο γκρινιάρηδες και με μεγαλύτερη προδιάθεση για θυμό ακόμη κι από τα νεογέννητα μωρουδάκια. Προξενούν λοιπόν πολύ γέλιο σ᾽ όσους τους βλέπουνε, κάθε φορά που από μια ασήμαντη αφορμή ανάβει ο θυμός τους, μελανιάζει το δέρμα του προσώπου τους, αρχίζουν να κοιτάνε απειλητικά και με μυαλό σαλεμένο, και το στόμα τους είναι γεμάτο από αφρό, ή μάλλον από δηλητήριο.