Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δραπέται (7-11)


ΖΕΥΣ
[7] Τοὺς γυμνοσοφιστὰς λέγεις. ἀκούω γοῦν τά τε ἄλλα περὶ αὐτῶν καὶ ὅτι ἐπὶ πυρὰν μεγίστην ἀναβάντες ἀνέχονται καιόμενοι, οὐδὲν τοῦ σχήματος ἢ τῆς καθέδρας ἐντρέποντες. ἀλλ᾽ οὐ μέγα τοῦτο· ἔναγχος γοῦν καὶ Ὀλυμπίασιν τὸ ὅμοιον ἐγὼ εἶδον γενόμενον, εἰκὸς δὲ καὶ σὲ παρεῖναι καιομένου τότε τοῦ γέροντος.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Οὐδὲ ἀνῆλθον, ὦ πάτερ, εἰς Ὀλυμπίαν δέει τῶν καταράτων ἐκείνων οὓς ἔφην, ὅτι πολλοὺς αὐτῶν ἑώρων ἀπιόντας, ὡς λοιδορήσαιντο τοῖς ξυνεληλυθόσι καὶ βοῆς τὸν ὀπισθόδομον ἐμπλήσωσιν ὑλακτοῦντες, ὥστε οὐδὲ εἶδον ἐκεῖνον ὅπως ἀπέθανεν.
[8] Μετὰ δ᾽ οὖν τοὺς Βραχμᾶνας εἰς Αἰθιοπίαν εὐθύς, εἶτα εἰς Αἴγυπτον κατέβην, καὶ ξυγγενομένη τοῖς ἱερεῦσιν καὶ προφήταις αὐτῶν καὶ τὰ θεῖα παιδεύσασα ἐς Βαβυλῶνα ἀπῆρα Χαλδαίους καὶ μάγους μυήσουσα, εἶτα εἰς Σκυθίαν ἐκεῖθεν, εἶτα εἰς Θρᾴκην, ἔνθα μοι Εὔμολπός τε καὶ Ὀρφεὺς συνεγενέσθην, οὓς καὶ προαποστείλασα ἐς τὴν Ἑλλάδα, τὸν μὲν ὡς τελέσειεν αὐτούς, τὸν Εὔμολπον —ἐμεμαθήκει γὰρ τὰ θεῖα παρ᾽ ἡμῶν ἅπαντα— τὸν δὲ ὡς ἐπᾴδων προσβιβάζοι τῇ μουσικῇ, κατὰ πόδας εὐθὺς εἱπόμην.
[9] Καὶ τὸ μὲν πρῶτον εὐθὺς ἐλθοῦσαν οὔτε πάνυ ἠσπάσαντο οἱ Ἕλληνες οὔτε ὅλως ἀπέκλεισαν· κατ᾽ ὀλίγον δὲ προσομιλοῦσα ἑπτὰ ἐκ τῶν ἁπάντων ἑταίρους καὶ μαθητὰς προσηγαγόμην, καὶ ἄλλον ἐξ Σάμου καὶ ἄλλον ἐξ Ἐφέσου καὶ Ἀβδηρόθεν ἄλλον, ὀλίγους παντάπασιν.
[10] Μεθ᾽ οὓς τὸ σοφιστῶν φῦλον οὐκ οἶδ᾽ ὅπως μοι παρενεφύετο, οὔτε ζηλοῦν τἀμὰ ἐς βάθος οὔτε κομιδῇ ἀπᾷδον, ἀλλ᾽ οἷον τὸ Ἱπποκενταύρων γένος, σύνθετόν τι καὶ μικτὸν ἐν μέσῳ ἀλαζονείας καὶ φιλοσοφίας πλαζόμενον, οὔτε τῇ ἀγνοίᾳ τέλεον προσεχόμενον οὔτε ἡμᾶς ἀτενέσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καθορᾶν δυνάμενον, ἀλλ᾽ οἷον λημῶντες ὑπὸ τοῦ ἀμβλυώττειν ἀσαφές τι καὶ ἀμυδρὸν ἡμῶν εἴδωλον ἢ σκιὰν ἐνίοτε ἰδόντες ἄν· οἱ δὲ ᾤοντο ἀκριβῶς πάντα κατανενοηκέναι. ὅθεν παρ᾽ αὐτοῖς ἡ ἀχρεῖος ἐκείνη καὶ περιττὴ σοφία καί, ὡς αὐτοὶ ᾤοντο, ἀπρόσμαχος ἀνεφλέγετο, αἱ κομψαὶ καὶ ἄποροι καὶ ἄτοποι ἀποκρίσεις καὶ δυσέξοδοι καὶ λαβυρινθώδεις ἐρωτήσεις. [11] εἶτα κωλυόμενοι καὶ ἐλεγχόμενοι πρὸς τῶν ἑταίρων τῶν ἐμῶν ἠγανάκτουν καὶ συνίσταντο ἐπ᾽ αὐτούς, καὶ τέλος δικαστηρίοις ὑπῆγον καὶ παρεδίδοσαν πιομένους τοῦ κωνείου. ἐχρῆν μὲν οὖν ἴσως τότε φυγεῖν εὐθὺς καὶ μηκέτι ἀνέχεσθαι τὴν συνουσίαν αὐτῶν· νῦν δὲ Ἀντισθένης με καὶ Διογένης καὶ μετὰ μικρὸν Κράτης καὶ Μένιππος οὗτος ἔπεισαν ὀλίγον ὅσον ἐπιμετρῆσαι τῆς μονῆς, ὡς μήποτε ὤφελον· οὐ γὰρ ἂν τοσαῦτα ἐπεπόνθειν ὕστερον.


ΔΙΑΣ
[7] Εννοείς τους γυμνοσοφιστές. Έχω ακουστά και άλλα πράγματα γι᾽ αυτούς, αλλά και ότι ανεβαίνουν σε μια τεράστια φωτιά και καίγονται υπομονετικά, χωρίς να μεταβάλλουν καθόλου την εμφάνιση ή το κάθισμά τους. Αυτό όμως δεν είναι και σπουδαίο· πρόσφατα είδα εγώ να γίνεται το ίδιο και στους Ολυμπιακούς αγώνες, και είναι φυσικό να ήσουν κι εσύ εκεί, τότε που κάηκε ο γέροντας.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ούτε που ανέβηκα, πατέρα μου, στην Ολυμπία, επειδή φοβόμουν εκείνους τους καταραμένους που σου είπα, καθώς έβλεπα πολλούς απ᾽ αυτούς να πηγαίνουν εκεί, για να κακολογήσουν τους συγκεντρωμένους και να γεμίσουν με φασαρία το πίσω μέρος του ναού γαβγίζοντας. Έτσι λοιπόν δεν είδα καθόλου πώς πέθανε εκείνος.
[8] Έπειτα λοιπόν από τους Βραχμάνες πήγα αμέσως στην Αιθιοπία, μετά κατέβηκα στην Αίγυπτο και, αφού έκανα συντροφιά με τους ιερείς και τους προφήτες τους, και τους δίδαξα τα θεϊκά ζητήματα, έφυγα για τη Βαβυλώνα, για να μυήσω τους Χαλδαίους και τους Μάγους, έπειτα από κει στη Σκυθία, έπειτα στη Θράκη, όπου με συντρόφεψαν ο Εύμολπος και ο Ορφέας, τους οποίους και έστειλα προδρόμους μου στην Ελλάδα, τον έναν, τον Εύμολπο, για να τους μυήσει —γιατί είχε μάθει από μένα όλα τα θεϊκά ζητήματα—, και τον άλλο για να τους εξοικειώσει μαζί μου, μαγεύοντάς τους με τη μουσική· κι εγώ ακολούθησα ξοπίσω τους.
[9] Στην αρχή λοιπόν, αμέσως μόλις έφτασα, οι Έλληνες ούτε με υποδέχτηκαν εγκάρδια ούτε με απέκλεισαν εντελώς από τη ζωή τους. Σιγά σιγά όμως, κάνοντας παρέα μαζί τους, προσέλκυσα από το σύνολο επτά ως συντρόφους και μαθητές, κι έναν ακόμη από τη Σάμο, κι έναν άλλο από την Έφεσο, κι από τα Άβδηρα ακόμη έναν, πολύ λίγους συνολικά.
[10] Μετά απ᾽ αυτούς προσκολλήθηκε επάνω μου —κι εγώ δεν ξέρω πώς— η φυλή των σοφιστών, που ούτε νοιαζόταν να εμβαθύνει στις δικές μου ενασχολήσεις ούτε και απομακρυνόταν πολύ απ᾽ αυτές, αλλά ήταν σαν τη γενιά των Ιπποκενταύρων, κάτι σύνθετο και ανάμεικτο, που πλανιόταν ανάμεσα στην αγυρτεία και στη φιλοσοφία, χωρίς ούτε να είναι εντελώς παραδομένο στην άγνοια ούτε και να μπορεί να κοιτάξει σ᾽ εμάς με σταθερό βλέμμα, αλλά, όπως οι τσιμπλιασμένοι, μπορούσαν με την ελαττωματική τους όραση να δουν ένα ακαθόριστο και θαμπό ομοίωμά μας ή μερικές φορές κάποια σκιά. Εκείνοι όμως νόμιζαν πως έχουν κατανοήσει με ακρίβεια τα πάντα. Γι᾽ αυτό και εξαπλώθηκε μεταξύ τους η άχρηστη εκείνη και περιττή σοφία και, όπως αυτοί νόμιζαν, ακαταμάχητη, οι περίτεχνες και αδιέξοδες και παράδοξες απαντήσεις και οι δυσεπίλυτες και δαιδαλώδεις ερωτήσεις. [11] Έπειτα, επειδή οι δικοί μου σύντροφοι τούς εμπόδιζαν και τους αντέκρουαν, άρχισαν να εξοργίζονται και να συσπειρώνονται εναντίον τους, και στο τέλος τούς έσυραν στα δικαστήρια και τους παρέδωσαν να πιουν το κώνειο. Ίσως λοιπόν να έπρεπε τότε να φύγω αμέσως και να μην ανεχτώ άλλο τη συντροφιά τους. Ωστόσο ο Αντισθένης και ο Διογένης, και λίγο αργότερα ο Κράτης και αυτός εδώ ο Μένιππος, με έπεισαν να παρατείνω λίγο την παραμονή μου, πράγμα που μακάρι ποτέ να μην το έκανα· και δεν θα είχα πάθει τόσες συμφορές αργότερα.