Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Ἁλιεὺς ἢ Ἀναβιοῦντες (11-13)


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[11] Εὖ γε, ὦ σοφώτατοι, ἀμείνω ταῦτα καὶ νομιμώτερα. τοὺς μέντοι λίθους φυλάττετε, ὡς ἔφην· δεήσει γὰρ αὐτῶν μικρὸν ὕστερον ἐν τῷ δικαστηρίῳ.
Ποῦ δὲ τὴν Φιλοσοφίαν εὕροι τις ἄν; οὐ γὰρ οἶδα ἔνθα οἰκεῖ· καίτοι πάνυ πολὺν ἐπλανήθην χρόνον ἀναζητῶν τὴν οἰκίαν, ὡς συγγενοίμην αὐτῇ. εἶτα ἐντυγχάνων ἄν τισι τριβώνια περιβεβλημένοις καὶ πώγωνας βαθεῖς καθειμένοις παρ᾽ αὐτῆς ἐκείνης ἥκειν φάσκουσιν, οἰόμενος εἰδέναι αὐτοὺς ἀνηρώτων· οἱ δὲ πολὺ μᾶλλον ἐμοῦ ἀγνοοῦντες ἢ οὐδὲν ὅλως ἀπεκρίναντό μοι, ὡς μὴ ἐλέγχοιντο οὐκ εἰδότες, ἢ ἄλλην θύραν ἀντ᾽ ἄλλης ἐπεδείκνυον. οὐδέπω γοῦν καὶ τήμερον ἐξευρεῖν δεδύνημαι τὴν οἰκίαν.
[12] Πολλάκις δὲ ἢ αὐτὸς εἰκάσας ἢ ξεναγήσαντός τινος ἧκον ἂν ἐπί τινας θύρας βεβαίως ἐλπίσας τότε γοῦν εὑρηκέναι, τεκμαιρόμενος τῷ πλήθει τῶν εἰσιόντων τε καὶ ἐξιόντων, ἁπάντων σκυθρωπῶν καὶ τὰ σχήματα εὐσταλῶν καὶ φροντιστικῶν τὴν πρόσοψιν· μετὰ τούτων οὖν συμπαραβυσθεὶς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθον ἄν. εἶτα ἑώρων γύναιόν τι οὐχ ἁπλοϊκόν, εἰ καὶ ὅτι μάλιστα εἰς τὸ ἀφελὲς καὶ ἀκόσμητον ἑαυτὴν ἐπερρύθμιζεν, ἀλλὰ κατεφάνη μοι αὐτίκα οὐδὲ τὸ ἄνετον δοκοῦν τῆς κόμης ἀκαλλώπιστον ἐῶσα οὐδὲ τοῦ ἱματίου τὴν ἀναβολὴν ἀνεπιτηδεύτως περιστέλλουσα· πρόδηλος δὲ ἦν κοσμουμένη αὐτοῖς καὶ πρὸς εὐπρέπειαν τῷ ἀθεραπεύτῳ δοκοῦντι προσχρωμένη. ὑπεφαίνετο δέ τι καὶ ψιμύθιον καὶ φῦκος, καὶ τὰ ῥήματα πάνυ ἑταιρικά, καὶ ἐπαινουμένη ὑπὸ τῶν ἐραστῶν εἰς κάλλος ἔχαιρε, καὶ εἰ δοίη τις προχείρως ἐδέχετο, καὶ τοὺς πλουσιωτέρους ἂν παρακαθισαμένη πλησίον τοὺς πένητας τῶν ἐραστῶν οὐδὲ προσέβλεπεν. πολλάκις δὲ καὶ γυμνωθείσης αὐτῆς κατὰ τὸ ἀκούσιον ἑώρων περιδέραια χρυσᾶ τῶν κλοιῶν παχύτερα. ταῦτα ἰδὼν ἐπὶ πόδα ἂν εὐθὺς ἀνέστρεφον, οἰκτείρας δηλαδὴ τοὺς κακοδαίμονας ἐκείνους ἑλκομένους πρὸς αὐτῆς οὐ τῆς ῥινὸς ἀλλὰ τοῦ πώγωνος καὶ κατὰ τὸν Ἰξίονα εἰδώλῳ ἀντὶ τῆς Ἥρας συνόντας.
ΠΛΑΤΩΝ
[13] Τοῦτο μὲν ὀρθῶς ἔλεξας· οὐ γὰρ πρόδηλος οὐδὲ πᾶσι γνώριμος ἡ θύρα. πλὴν ἀλλὰ οὐδὲν δεήσει βαδίζειν ἐπὶ τὴν οἰκίαν· ἐνταῦθα γὰρ ἐν Κεραμεικῷ ὑπομενοῦμεν αὐτήν. ἡ δὲ ἤδη που ἀφίξεται ἐπανιοῦσα ἐξ Ἀκαδημίας, ὡς περιπατήσειε καὶ ἐν τῇ Ποικίλῃ· τοῦτο γὰρ ὁσημέραι ποιεῖν ἔθος αὐτῇ· μᾶλλον δὲ ἤδη πρόσεισιν. ὁρᾷς τὴν κόσμιον, τὴν ἀπὸ τοῦ σχήματος, τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα, τὴν ἐπὶ συννοίας ἠρέμα βαδίζουσαν;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Πολλὰς ὁμοίας ὁρῶ τό γε σχῆμα καὶ τὸ βάδισμα καὶ τὴν ἀναβολήν. καίτοι μία πάντως ἥ γε ἀληθὴς Φιλοσοφία καὶ ἐν αὐταῖς.
ΠΛΑΤΩΝ
Εὖ λέγεις. ἀλλὰ δηλώσει ἥτις ἐστὶ φθεγξαμένη μόνον.


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[11] Μπράβο, σοφότατοι· αυτό είναι καλύτερο και νομιμότερο. Τις πέτρες πάντως κρατήστε τις, όπως είπα· θα τις χρειαστείτε λίγο αργότερα στο δικαστήριο.
Πού όμως θα μπορούσε κανείς να βρει τη Φιλοσοφία; Γιατί δεν ξέρω πού μένει, παρόλο που περιπλανήθηκα πολύ καιρό αναζητώντας το σπίτι της, για να βρεθώ μαζί της. Συναντούσα λοιπόν κάποιους που φορούσαν τριμμένα πανωφόρια και που είχαν αφήσει μεγάλες γενειάδες, οι οποίοι υποστήριζαν ότι έρχονταν ακριβώς από το δικό της το σπίτι· φανταζόμουν λοιπόν ότι ξέρουνε, και τους ρωτούσα. Εκείνοι όμως, επειδή βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη άγνοια από μένα, είτε δεν μου απαντούσαν τίποτε απολύτως, για να μην αποκαλυφτεί η άγνοιά τους, είτε μου έδειχναν άλλη πόρτα αντί άλλης. Μέχρι λοιπόν και σήμερα δεν έχω καταφέρει να ανακαλύψω το σπίτι της.
[12] Πολλές φορές μάλιστα, επειδή είτε εγώ ο ίδιος το υπέθεσα είτε κάποιος άλλος με καθοδήγησε, έφτανα σε κάποιες πόρτες με την προσδοκία, τότε τουλάχιστον, ότι την είχα βρει, όπως συμπέραινα από το πλήθος αυτών που έμπαιναν και έβγαιναν, μια και όλοι τους ήταν σοβαροί, και στην εμφάνιση ευπρεπείς, και σκεφτικοί στην όψη. Χωνόμουν λοιπόν κι εγώ ανάμεσά τους, και έμπαινα και ο ίδιος μέσα. Έπειτα έβλεπα ένα γυναικάριο καθόλου απονήρευτο, παρόλο που έκανε ό,τι μπορούσε για να εμφανίζεται απλό και αστόλιστο, αλλά εγώ διαπίστωνα αμέσως ότι ούτε τα μαλλιά της, που φαινόταν αφημένα λυτά, δεν τα είχε αφήσει απεριποίητα, ούτε και το ρούχο που είχε ρίξει επάνω της ήταν φορεμένο χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Αντίθετα, ήταν ολοφάνερο πως στολιζότανε γι᾽ αυτούς και πως χρησιμοποιούσε τη δήθεν ατημέλητη εμφάνισή της για να φανεί πιο ελκυστική. Μπορούσε μάλιστα να διακρίνει κανείς και λίγο φτιασίδι και λίγο κοκκινάδι, και τα λόγια της ταίριαζαν απολύτως σε εταίρα. Όταν οι εραστές της την επαινούσαν για την ομορφιά της, χαιρότανε, κι αν κάποιος της πρόσφερε κάτι, το δεχόταν αμέσως και, καθίζοντας κοντά και δίπλα της τους πλουσιότερους, ούτε που γύριζε να κοιτάξει τους φτωχότερους εραστές της. Πολλές φορές μάλιστα, καθώς γυμνωνόταν ο λαιμός, τάχα άθελά της, έβλεπα χρυσά περιδέραια, φαρδύτερα ακόμη και από τα περιλαίμια. Όταν λοιπόν έβλεπα αυτά τα πράγματα, οπισθοχωρούσα κι έφευγα αμέσως, συμπονώντας φυσικά εκείνους τους κακόμοιρους, που αυτή τους τραβούσε όχι από τη μύτη, αλλά από τη γενειάδα, και που, σαν τον Ιξίονα, συνευρίσκονταν μ᾽ ένα ομοίωμα αντί για την Ήρα.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ
[13] Αυτό βέβαια σωστά το είπες. Η πόρτα δεν είναι ευδιάκριτη ούτε αναγνωρίσιμη από όλους. Ωστόσο δεν θα χρειαστεί να περπατήσουμε ως το σπίτι της. Θα την περιμένουμε εδώ στον Κεραμεικό. Κι αυτή όπου να ᾽ναι θα έρθει επιστρέφοντας από την Ακαδημία, για να περπατήσει και στην Ποικίλη Στοά, μια και αυτή είναι η καθημερινή της συνήθεια. Αλλά νά τη, καταφτάνει. Βλέπεις εκείνη την ευπρεπή, που ξεχωρίζει από την εμφάνισή της, με το καλοσυνάτο βλέμμα, αυτήν που βαδίζει ήρεμα απορροφημένη από τις σκέψεις της;
ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
Βλέπω πολλές όμοιες και στην εμφάνιση και στο βάδισμα και στο ντύσιμο. Ωστόσο μία είναι οπωσδήποτε η αληθινή Φιλοσοφία, ακόμη κι ανάμεσα σ᾽ αυτές.
ΠΛΑΤΩΝΑΣ
Καλά το είπες. Θα φανερώσει όμως ποιά είναι, και μόνο που θα μιλήσει.