Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (15-16)


[15] Διελθόντες δὲ καὶ τούτους εἰς τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον, εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺς ἡμιθέους τε καὶ τὰς ἡρωΐνας καὶ τὸν ἄλλον ὅμιλον τῶν νεκρῶν κατὰ ἔθνη καὶ κατὰ φῦλα διαιτωμένους, τοὺς μὲν παλαιούς τινας καὶ εὐρωτιῶντας καὶ ὥς φησιν Ὅμηρος, ἀμενηνούς, τοὺς δ᾽ ἔτι νεαλεῖς καὶ συνεστηκότας, καὶ μάλιστα τοὺς Αἰγυπτίους αὐτῶν διὰ τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας. τὸ μέντοι διαγιγνώσκειν ἕκαστον οὐ πάνυ τι ἦν ῥᾴδιον· ἅπαντες γὰρ ἀτεχνῶς ἀλλήλοις γίγνονται ὅμοιοι τῶν ὀστῶν γεγυμνωμένων. πλὴν ἀλλὰ μόγις τε καὶ διὰ πολλοῦ ἀναθεωροῦντες αὐτοὺς ἐγιγνώσκομεν. ἔκειντο δ᾽ ἐπ᾽ ἀλλήλοις ἀμαυροὶ καὶ ἄσημοι καὶ οὐδὲν ἔτι τῶν παρ᾽ ἡμῖν καλῶν φυλάττοντες. ἀμέλει πολλῶν ἐν ταὐτῷ σκελετῶν κειμένων καὶ πάντων ὁμοίως φοβερόν τι καὶ διάκενον δεδορκότων καὶ γυμνοὺς τοὺς ὀδόντας προφαινόντων, ἠπόρουν πρὸς ἐμαυτὸν ᾧτινι διακρίναιμι τὸν Θερσίτην ἀπὸ τοῦ καλοῦ Νιρέως ἢ τὸν μεταίτην Ἶρον ἀπὸ τοῦ Φαιάκων βασιλέως ἢ Πυρρίαν τὸν μάγειρον ἀπὸ τοῦ Ἀγαμέμνονος. οὐδὲν γὰρ ἔτι τῶν παλαιῶν γνωρισμάτων αὐτοῖς παρέμενεν, ἀλλ᾽ ὅμοια τὰ ὀστᾶ ἦν, ἄδηλα καὶ ἀνεπίγραφα καὶ ὑπ᾽ οὐδενὸς ἔτι διακρίνεσθαι δυνάμενα.
[16] Τοιγάρτοι ἐκεῖνα ὁρῶντί μοι ἐδόκει ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος πομπῇ τινι μακρᾷ προσεοικέναι, χορηγεῖν δὲ καὶ διατάττειν ἕκαστα ἡ Τύχη, διάφορα καὶ ποικίλα τοῖς πομπευταῖς τὰ σχήματα προσάπτουσα· τὸν μὲν γὰρ λαβοῦσα, εἰ τύχοι, βασιλικῶς διεσκεύασεν, τιάραν τε ἐπιθεῖσα καὶ δορυφόρους παραδοῦσα καὶ τὴν κεφαλὴν στέψασα τῷ διαδήματι, τῷ δὲ οἰκέτου σχῆμα περιέθηκεν· τὸν δέ τινα καλὸν εἶναι ἐκόσμησεν, τὸν δὲ ἄμορφον καὶ γελοῖον παρεσκεύασεν· παντοδαπὴν γάρ, οἶμαι, δεῖ γενέσθαι τὴν θέαν. πολλάκις δὲ καὶ διὰ μέσης τῆς πομπῆς μετέβαλε τὰ ἐνίων σχήματα οὐκ ἐῶσα εἰς τέλος διαπομπεῦσαι ὡς ἐτάχθησαν, ἀλλὰ μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῖσον ἠνάγκασε τὴν τοῦ οἰκέτου καὶ αἰχμαλώτου σκευὴν ἀναλαβεῖν, τὸν δὲ Μαιάνδριον τέως ἐν τοῖς οἰκέταις πομπεύοντα τὴν τοῦ Πολυκράτους τυραννίδα μετενέδυσε. καὶ μέχρι μέν τινος εἴασε χρῆσθαι τῷ σχήματι· ἐπειδὰν δὲ ὁ τῆς πομπῆς καιρὸς παρέλθῃ, τηνικαῦτα ἕκαστος ἀποδοὺς τὴν σκευὴν καὶ ἀποδυσάμενος τὸ σχῆμα μετὰ τοῦ σώματος ἐγένετο οἷόσπερ ἦν πρὸ τοῦ γενέσθαι, μηδὲν τοῦ πλησίον διαφέρων. ἔνιοι δὲ ὑπ᾽ ἀγνωμοσύνης, ἐπειδὰν ἀπαιτῇ τὸν κόσμον ἐπιστᾶσα ἡ Τύχη, ἄχθονταί τε καὶ ἀγανακτοῦσιν ὥσπερ οἰκείων τινῶν στερισκόμενοι καὶ οὐχ ἃ πρὸς ὀλίγον ἐχρήσαντο ἀποδιδόντες.
Οἶμαι δέ σε καὶ τῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς πολλάκις ἑωρακέναι τοὺς τραγικοὺς ὑποκριτὰς τούτους πρὸς τὰς χρείας τῶν δραμάτων ἄρτι μὲν Κρέοντας, ἐνίοτε δὲ Πριάμους γιγνομένους ἢ Ἀγαμέμνονας, καὶ ὁ αὐτός, εἰ τύχοι, μικρὸν ἔμπροσθεν μάλα σεμνῶς τὸ τοῦ Κέκροπος ἢ Ἐρεχθέως σχῆμα μιμησάμενος μετ᾽ ὀλίγον οἰκέτης προῆλθεν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κεκελευσμένος. ἤδη δὲ πέρας ἔχοντος τοῦ δράματος ἀποδυσάμενος ἕκαστος αὐτῶν τὴν χρυσόπαστον ἐκείνην ἐσθῆτα καὶ τὸ προσωπεῖον ἀποθέμενος καὶ καταβὰς ἀπὸ τῶν ἐμβατῶν πένης καὶ ταπεινὸς περίεισιν, οὐκέτ᾽ Ἀγαμέμνων ὁ Ἀτρέως οὐδὲ Κρέων ὁ Μενοικέως, ἀλλὰ Πῶλος Χαρικλέους Σουνιεὺς ὀνομαζόμενος ἢ Σάτυρος Θεογείτονος Μαραθώνιος. τοιαῦτα καὶ τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματά ἐστιν, ὡς τότε μοι ὁρῶντι ἔδοξεν.


[15] Αφού λοιπόν περάσαμε κι απ᾽ αυτούς, μπαίνουμε στην Αχερούσια πεδιάδα, και βρίσκουμε εκεί τους ημιθέους και τις ηρωίδες και το άλλο πλήθος των νεκρών, να ζούνε κατά έθνη και κατά φυλές. Μερικοί ήταν παλιοί και μουχλιασμένοι και, όπως λέει ο Όμηρος, «αμενηνοί», ενώ κάποιοι άλλοι φρέσκοι και σφιχτοδεμένοι, ιδιαίτερα μάλιστα όσοι απ᾽ αυτούς ήταν Αιγύπτιοι, επειδή το ταρίχευμά τους είχε μεγάλη ανθεκτικότητα. Το να ξεχωρίζεις τον ένα από τον άλλο δεν ήταν καθόλου εύκολο, μια και όλοι γίνονται εντυπωσιακά όμοιοι μεταξύ τους, όταν τα κόκαλά τους μείνουν γυμνά. Πάντως με μεγάλη δυσκολία και μετά από πολύωρη παρατήρηση τους αναγνωρίζαμε. Κείτονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, δυσδιάκριτοι και αφανείς, και χωρίς να διατηρούν τίποτε από την ομορφιά του δικού μας κόσμου. Άσε που, καθώς πολλοί σκελετοί ήταν πεσμένοι στον ίδιο τόπο, και όλοι με τον ίδιο τρόπο ατένιζαν με φοβερό και άδειο βλέμμα, και φανέρωναν γυμνά τα δόντια τους, αναρωτιόμουν πώς τάχα θα μπορούσα να ξεχωρίσω τον Θερσίτη από τον όμορφο Νιρέα ή τον ζητιάνο Ίρο από τον βασιλιά των Φαιάκων ή τον Πυρρία τον μάγειρα από τον Αγαμέμνονα. Κι αυτό γιατί κανένα πια από τα παλιά χαρακτηριστικά τους δεν είχε παραμείνει, αλλά τα κόκαλα ήταν όλα όμοια, απροσδιόριστα, χωρίς διακριτικά σημεία, και κανένας πια δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει.
[16] Καθώς λοιπόν τα έβλεπα αυτά, μου φάνηκε πως η ανθρώπινη ζωή είναι παρόμοια με μια μεγάλη πομπή, στην οποία η Τύχη είναι χορηγός και κανονίζει το καθετί, εμφανίζοντας όσους συμμετέχουν στην πομπή με διάφορες και πολύχρωμες φορεσιές. Τον ένα τον πήρε —έτσι έτυχε— και τον έντυσε βασιλικά, φορώντας του τιάρα και δίνοντάς του σωματοφύλακες και στέφοντας το κεφάλι του με το διάδημα, ενώ σε κάποιον άλλο έδωσε φορεσιά υπηρέτη. Άλλον πάλι τον στόλισε ώστε να είναι όμορφος, ενώ έναν άλλο τον έφτιαξε άσχημο και γελοίο. Το θέαμα, φαντάζομαι, θα πρέπει να έχει κάθε λογής ποικιλία. Πολλές φορές μάλιστα στη μέση της πομπής τροποποίησε την εμφάνιση κάποιων, και δεν τους άφησε να τελειώσουν την πομπή όπως τους είχε καθοριστεί αρχικά, αλλά τους άλλαξε αμφίεση, και ανάγκασε τον Κροίσο να αποδεχτεί τη φορεσιά του υπηρέτη και του αιχμαλώτου, ενώ τον Μαιάνδριο, που προηγουμένως πορευόταν ανάμεσα στους υπηρέτες, τον μεταμφίεσε ντύνοντάς τον με την τυραννίδα του Πολυκράτη. Και για ένα χρονικό διάστημα τους αφήνει να διατηρήσουν αυτή την εμφάνιση. Όταν όμως περάσει ο καιρός της πομπής, τότε ο καθένας επιστρέφει τη στολή και ξεντύνεται τη φορεσιά μαζί με το σώμα του, και γίνεται όπως ακριβώς ήταν πριν να υπάρξει, χωρίς να διαφέρει καθόλου από τον διπλανό του. Μερικοί όμως από αγνωμοσύνη, όταν εμφανίζεται η Τύχη και απαιτεί να της επιστραφούν τα στολίδια, στενοχωριούνται και αγανακτούν, σαν κάποιος να τους στερεί πράγματα δικά τους, και όχι σαν να επιστρέφουν αυτά που τους δόθηκαν για προσωρινή χρήση.
Φαντάζομαι ότι πολλές φορές θα έχεις δει τους ανθρώπους του θεάτρου, εκείνους τους ηθοποιούς που παίζουν τραγωδία, ανάλογα με τις ανάγκες του δράματος τη μια να γίνονται Κρέοντες, την άλλη Πρίαμοι ή Αγαμέμνονες, και ο ίδιος, άμα τύχει, που λίγο πριν είχε παίξει πολύ μεγαλόπρεπα τον ρόλο του Κέκροπα ή του Ερεχθέα, μετά από λίγο εμφανίζεται σαν υπηρέτης, επειδή αυτή την εντολή τού έδωσε ο ποιητής. Κι όταν τελειώσει η παράσταση, ο καθένας απ᾽ αυτούς ξεντύνεται τη χρυσοποίκιλτη εκείνη φορεσιά, αφήνει στην άκρη το προσωπείο, κατεβαίνει από τα ξυλοπάπουτσα, και τριγυρνάει φτωχός και παρακατιανός, όχι πια ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, ούτε ο Κρέοντας, ο γιος του Μενοικέα, αλλά με το δικό του όνομα: ο Πώλος, ο γιος του Χαρικλή, από το Σούνιο, ή ο Σάτυρος, ο γιος του Θεογείτονα, από τον Μαραθώνα. Παρόμοια μού φάνηκε τότε και η ζωή των ανθρώπων, με όλα αυτά που έβλεπα.