Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Μένιππος ἢ Νεκυομαντεία (3-5)


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[3] Ὑπουργητέον καὶ ταῦτά σοι· τί γὰρ ἂν καὶ πάθοι τις, ὁπότε φίλος ἀνὴρ βιάζοιτο; καὶ δὴ πρῶτά σοι δίειμι τὰ περὶ τῆς γνώμης τῆς ἐμῆς, ὅθεν ὡρμήθην πρὸς τὴν κατάβασιν. ἐγὼ γάρ, ἄχρι μὲν ἐν παισὶν ἦν, ἀκούων Ὁμήρου καὶ Ἡσιόδου πολέμους καὶ στάσεις διηγουμένων οὐ μόνον τῶν ἡμιθέων, ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ἤδη τῶν θεῶν, ἔτι δὲ καὶ μοιχείας αὐτῶν καὶ βίας καὶ ἁρπαγὰς καὶ δίκας καὶ πατέρων ἐξελάσεις καὶ ἀδελφῶν γάμους, πάντα ταῦτα ἐνόμιζον εἶναι καλὰ καὶ οὐ παρέργως ἐκινούμην πρὸς αὐτά. ἐπεὶ δὲ εἰς ἄνδρας τελεῖν ἠρξάμην, πάλιν αὖ ἐνταῦθα ἤκουον τῶν νόμων τἀναντία τοῖς ποιηταῖς κελευόντων, μήτε μοιχεύειν μήτε στασιάζειν μήτε ἁρπάζειν. ἐν μεγάλῃ οὖν καθειστήκειν ἀμφιβολίᾳ, οὐκ εἰδὼς ὅ τι χρησαίμην ἐμαυτῷ· οὔτε γὰρ ἄν ποτε τοὺς θεοὺς μοιχεῦσαι καὶ στασιάσαι πρὸς ἀλλήλους ἡγούμην εἰ μὴ ὡς περὶ καλῶν τούτων ἐγίγνωσκον, οὔτ᾽ ἂν τοὺς νομοθέτας τἀναντία παραινεῖν εἰ μὴ λυσιτελεῖν ὑπελάμβανον. [4] ἐπεὶ δὲ διηπόρουν, ἔδοξέ μοι ἐλθόντα παρὰ τοὺς καλουμένους τούτους φιλοσόφους ἐγχειρίσαι τε ἐμαυτὸν καὶ δεηθῆναι αὐτῶν χρῆσθαί μοι ὅ τι βούλοιντο καί τινα ὁδὸν ἁπλῆν καὶ βέβαιον ὑποδεῖξαι τοῦ βίου.
Ταῦτα μὲν δὴ φρονῶν προσῄειν αὐτοῖς, ἐλελήθειν δ᾽ ἐμαυτὸν εἰς αὐτό, φασί, τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος. παρὰ γὰρ δὴ τούτοις μάλιστα εὕρισκον ἐπισκοπῶν τὴν ἄγνοιαν καὶ τὴν ἀπορίαν πλείονα, ὥστε μοι τάχιστα χρυσοῦν ἀπέδειξαν οὗτοι τὸν τῶν ἰδιωτῶν τοῦτον βίον.
Ἀμέλει ὁ μὲν αὐτῶν παρῄνει τὸ πᾶν ἥδεσθαι καὶ μόνον τοῦτο ἐκ παντὸς μετιέναι· τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ εὔδαιμον. ὁ δέ τις ἔμπαλιν, πονεῖν τὰ πάντα καὶ μοχθεῖν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν ῥυπῶντα καὶ αὐχμῶντα καὶ πᾶσι δυσαρεστοῦντα καὶ λοιδορούμενον, συνεχὲς ἐπιρραψῳδῶν τὰ πάνδημα ἐκεῖνα τοῦ Ἡσιόδου περὶ τῆς ἀρετῆς ἔπη καὶ τὸν ἱδρῶτα καὶ τὴν ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀνάβασιν. ἄλλος καταφρονεῖν χρημάτων παρεκελεύετο καὶ ἀδιάφορον οἴεσθαι τὴν κτῆσιν αὐτῶν· ὁ δέ τις ἔμπαλιν ἀγαθὸν εἶναι καὶ τὸν πλοῦτον ἀπεφαίνετο. περὶ μὲν γὰρ τοῦ κόσμου τί χρὴ καὶ λέγειν; ὅς γε ἰδέας καὶ ἀσώματα καὶ ἀτόμους καὶ κενὰ καὶ τοιοῦτόν τινα ὄχλον ὀνομάτων ὁσημέραι παρ᾽ αὐτῶν ἀκούων ἐναυτίων. καὶ τὸ πάντων ἀτοπώτατον, ὅτι περὶ τῶν ἐναντιωτάτων ἕκαστος αὐτῶν λέγων σφόδρα νικῶντας καὶ πιθανοὺς λόγους ἐπορίζετο, ὥστε μήτε τῷ θερμὸν τὸ αὐτὸ πρᾶγμα λέγοντι μήτε τῷ ψυχρὸν ἀντιλέγειν ἔχειν, καὶ ταῦτ᾽ εἰδότα σαφῶς ὡς οὐκ ἄν ποτε θερμὸν εἴη τι καὶ ψυχρὸν ἐν ταὐτῷ χρόνῳ. ἀτεχνῶς οὖν ἔπασχον τοῖς νυστάζουσι τούτοις ὅμοιον, ἄρτι μὲν ἐπινεύων, ἄρτι δὲ ἀνανεύων ἔμπαλιν.
[5] Πολλῷ δὲ τούτων ἐκεῖνο ἀλογώτερον· τοὺς γὰρ αὐτοὺς τούτους εὕρισκον ἐπιτηρῶν ἐναντιώτατα τοῖς αὑτῶν λόγοις ἐπιτηδεύοντας. τοὺς γοῦν καταφρονεῖν παραινοῦντας χρημάτων ἑώρων ἀπρὶξ ἐχομένους αὐτῶν καὶ περὶ τόκων διαφερομένους καὶ ἐπὶ μισθῷ παιδεύοντας καὶ πάντα ἕνεκα τούτων ὑπομένοντας, τούς τε τὴν δόξαν ἀποβαλλομένους αὐτῆς ταύτης χάριν τὰ πάντα καὶ πράττοντας καὶ λέγοντας, ἡδονῆς τε αὖ σχεδὸν ἅπαντας κατηγοροῦντας, ἰδίᾳ δὲ μόνῃ ταύτῃ προσηρτημένους.


ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[3] Θα πρέπει να σου κάνω κι αυτή τη χάρη. Άλλωστε τί άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς, όταν ένας φίλος τον πιέζει; Πρώτα λοιπόν θα σου εκθέσω το δικό μου σκεπτικό, από πού ξεκίνησε η απόφασή μου να κατεβώ κάτω. Εγώ, ξέρεις, όσο ακόμη ήμουνα παιδί, καθώς άκουγα τον Όμηρο και τον Ησίοδο να περιγράφουν πολέμους και εξεγέρσεις όχι μόνο των ημιθέων, αλλά ακόμη και των ίδιων των θεών, και επιπλέον κάποιες μοιχείες τους και βιαιοπραγίες και αρπαγές και δίκες και εκδιώξεις των πατέρων τους και γάμους μεταξύ των αδελφών τους, νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν σωστά πράγματα, και άρχισα να στρέφομαι σ᾽ αυτά με προθυμία. Όταν όμως έφτασα στην ανδρική ηλικία, άκουγα πάλι τους νόμους εδωπέρα να ορίζουν τα αντίθετα από τους ποιητές, δηλαδή να μην επιτρέπουν ούτε τη μοιχεία ούτε την εξέγερση ούτε την αρπαγή. Βρέθηκα λοιπόν σε μεγάλη αμηχανία, μη ξέροντας πώς να κανονίσω τη ζωή μου. Γιατί πίστευα ότι ούτε οι θεοί ποτέ θα διέπρατταν μοιχείες και εξεγέρσεις ο ένας εναντίον του άλλου, αν δεν είχαν τη γνώμη πως είναι σωστές οι ενέργειες αυτές, ούτε όμως και οι νομοθέτες θα καθόριζαν τα αντίθετα, αν δεν τα θεωρούσαν ωφέλιμα.
[4] Καθώς λοιπόν βρισκόμουν σε αδιέξοδο, αποφάσισα να πάω σ᾽ αυτούς που ονομάζονταν φιλόσοφοι και να αφήσω τον εαυτό μου στα χέρια τους, παρακαλώντας τους να με χειριστούνε όπως θέλουνε και να μου υποδείξουν έναν απλό και σίγουρο δρόμο της ζωής. Αυτά λοιπόν είχα στο μυαλό μου όταν τους πλησίασα, δεν κατάλαβα όμως ότι τρέχοντας να φύγω από τον καπνό, που λέει ο λόγος, έπεσα στη φωτιά. Γιατί παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι ειδικά σ᾽ αυτούς η άγνοια και η αμηχανία ήταν ακόμη περισσότερη, με αποτέλεσμα να μου αποδείξουν συντομότατα ότι η ζωή αυτή των απλών ανθρώπων είναι χρυσαφένια.
Για παράδειγμα, ο ένας απ᾽ αυτούς πρότρεπε να αναζητά κανείς σε όλα την ηδονή και αυτήν να επιδιώκει με κάθε τρόπο, γιατί εκεί βρίσκεται η ευδαιμονία. Ο άλλος πάλι, αντίθετα, δίδασκε να αποκτά κανείς τα πάντα με κόπο και μόχθο, και να ταλαιπωρεί το σώμα του βρόμικος και άλουστος, να στενοχωρεί και να κακολογεί τους πάντες, και επιπλέον να απαγγέλλει συνεχώς τους πασίγνωστους εκείνους στίχους του Ησιόδου για την αρετή και τον «ιδρώτα» και το «σκαρφάλωμα στην κορυφή». Άλλος συμβούλευε να περιφρονούμε τα χρήματα και να θεωρούμε «αδιάφορο» την απόκτησή τους. Αντίθετα, κάποιος άλλος χαρακτήριζε και τον πλούτο ως αγαθό. Κι όσο για το σύμπαν, τί ανάγκη να μιλήσω; Τους άκουγα ο καημένος καθημερινά να συζητάνε για «ιδέες» και «ασώματα» και «άτομα» και «κενά» και ένα τέτοιο πλήθος από ορολογίες, και μ᾽ έπιανε ναυτία. Και το πιο εξωφρενικό απ᾽ όλα ήταν ότι ο καθένας τους, υποστηρίζοντας τις πιο αντίθετες απόψεις, έβρισκε ακαταμάχητα και πειστικά επιχειρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντικρούσω ούτε αυτόν που υποστήριζε, για το ίδιο πράγμα, ότι είναι ζεστό ούτε αυτόν που υποστήριζε ότι είναι κρύο, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι δεν είναι ποτέ δυνατό κάτι να είναι την ίδια στιγμή και ζεστό και κρύο. Μου συνέβαινε λοιπόν πραγματικά κάτι παρόμοιο με αυτό που γίνεται σε όσους νυστάζουν· τη μια στιγμή το κεφάλι μου έπεφτε μπροστά και συμφωνούσα, ενώ αντίθετα την άλλη στιγμή τίναζα το κεφάλι μου προς τα πίσω διαφωνώντας.
[5] Και το πολύ πιο παράλογο απ᾽ όλα αυτά ήταν το εξής: Παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι αυτοί ακριβώς οι ίδιοι κανόνιζαν τη ζωή τους εντελώς αντίθετα από τα ίδια τους τα λόγια. Αυτούς δηλαδή που δίδασκαν να περιφρονούμε τα χρήματα τους έβλεπα να είναι γαντζωμένοι πάνω σ᾽ αυτά και να καυγαδίζουνε για τόκους και να διδάσκουν για να πάρουνε λεφτά, και να υπομένουν τα πάντα για να τα κερδίσουνε. Αυτούς πάλι που απέρριπταν τη δόξα τούς έβλεπα και να κάνουν και να λένε τα πάντα επιδιώκοντας αυτήν και μόνο. Την ηδονή πάλι έβλεπα σχεδόν όλους να την κατηγορούνε, αλλά στην ιδιωτική τους ζωή να είναι προσκολλημένοι μόνο σ᾽ αυτήν.