Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1724-1750)

ΑΝ. πάλιν, φίλα, συθῶμεν. ΙΣ. ὡς τί ῥέξομεν; [στρ. β]
1725 ΑΝ. ἵμερος ἔχει με … ΙΣ. τίς;
ΑΝ. τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν
ΙΣ. τίνος; ΑΝ. πατρός, τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΙΣ. θέμις δὲ πῶς τάδ᾽ ἐστί; μῶν
1730 οὐχ ὁρᾷς; ΑΝ. τί τόδ᾽ ἐπέπληξας;
ΙΣ. καὶ τόδ᾽, ὡς … ΑΝ. τί τόδε μάλ᾽ αὖθις;
ΙΣ. ἄταφος ἔπιτνε δίχα τε παντός.
ΑΝ. ἄγε με, καὶ τότε μ᾽ ἐνάριξον.
ΙΣ. ‹. . . . . . › ΑΝ. ‹. . . . . . . . . . . . . .›
ΙΣ. αἰαῖ, δυστάλαινα,
1735 ποῦ δῆτ᾽ αὖθις ὧδ᾽ ἐρῆμος ἄπορος
αἰῶνα τλάμον᾽ ἕξω;

ΧΟ. φίλαι, τρέσητε μηδέν. ΑΝ. ἀλλὰ ποῖ φύγω; [αντ. β]
ΧΟ. καὶ πάρος ἀπέφυγε … ΑΝ. τί;
1740 ΧΟ. τὰ σφῷν τὸ μὴ πίτνειν κακῶς.
ΑΝ. φρονῶ … ΧΟ. τί δῆθ᾽ ὅπερ νοεῖς;
ΑΝ. ὅπως μολούμεθ᾽ ἐς δόμους
οὐκ ἔχω. ΧΟ. μηδέ γε μάτευε.
ΑΝ. μόγος ἔχει. ΧΟ. καὶ πάρος ἐπεῖχε.
1745 ΑΝ. τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾽ ὕπερθεν.
ΧΟ. μέγ᾽ ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι.
ΑΝ. ναὶ ναί. ΧΟ. ξύμφημι καὐτός.
ΑΝ. φεῦ φεῦ· ποῖ μόλωμεν,
ὦ Ζεῦ; ἐλπίδων γὰρ ἐς τίν᾽ ἔτι με
1750 δαίμων τανῦν γ᾽ ἐλαύνει;

ΑΝ. Ας πάμε πίσω, αδελφή.
ΙΣ. Να κάνουμε όμως τί;
ΑΝ. Έχω έναν πόθο μέσα μου.
1725ΙΣ. Ποιόν;
ΑΝ. Να δω το χθόνιο μνήμα.
ΙΣ. Ποιού;
ΑΝ. Του πατέρα — ο πόνος του με σφάζει.
ΙΣ. Όμως αυτό δεν γίνεται. Πώς δεν το βλέπεις;
1730ΑΝ. Γιατί μ᾽ ελέγχεις τώρα;
ΙΣ. Μιλώ γι᾽ αυτό —
ΑΝ. Ποιό επιτέλους είναι αυτό;
ΙΣ. Έμεινε εκείνος άταφος νεκρός, δίχως κανέναν πλάι του.
ΑΝ. Ωστόσο πήγαινέ με εκεί, κι εκεί ας μου πάρεις τη ζωή.
1735ΙΣ. Ουαί κι αλίμονο. Πώς την ταλαίπωρη ζωή μου
να βαστάξω, έρημη πάλι κι αβοήθητη;

ΧΟ. Μη σας τρομάζει, φίλες, τίποτε.
ΑΝ. Αλλά πού να προσφύγω;
ΧΟ. Βρήκατε καταφύγιο και πριν.
ΑΝ. Πώς όμως;
ΧΟ. Να μη σας παίρνει το κακό από κάτω. 1740
ΑΝ. Στοχάζομαι —
ΧΟ. Πες μου, τί σκέφτεσαι;
ΑΝ. Δεν βλέπω πώς μια μέρα θα γυρίσουμε στο σπίτι.
ΧΟ. Μη βασανίζεις το μυαλό σου μάταια.
ΑΝ. Η κούραση με τσάκισε.
ΧΟ. Βάσταξες κι άλλα βάσανα.
1745ΑΝ. Άλλοτε αβάσταχτα, τώρα χειρότερα.
ΧΟ. Σας έλαχε μεγάλο πέλαγος τρικυμισμένο.
ΑΝ. Ναι, είναι αλήθεια.
ΧΟ. Κι εγώ μαζί σου συμφωνώ.
ΑΝ. Ω Δία, πού να πορευτούμε τώρα;
1750σε ποιάν ελπίδα με σπρώχνει πάλι η μοίρα μου;


ΑΝΤ. Ας τρέξομε πίσω, αδερφή.
ΙΣΜ. Για να κάμομε τί;
ΑΝΤ. Μια λαχτάρα με πιάνει—
ΙΣΜ. Και ποιά; ΑΝΤ. Την υπόγεια κατοικία να δω.
ΙΣΜ. Τίνος; ΑΝΤ. Του πατέρα, ω η άμοιρη εγώ.
ΙΣΜ. Μα πώς θα ᾽ταν αυτό μπορετό;
1730Μη δε βλέπεις και συ; ΑΝΤ. Μα τί βρίσκεις κακό;
ΙΣΜ. Κι αυτό ακόμα, πως— ΑΝΤ. Το ποιό πάλι αυτό;
ΙΣΜ. Πέθαν᾽ άταφος δίχως κανείς να ᾽ν᾽ εμπρός.
ΑΝΤ. Πήγαινέ με και τότε σκότωσέ με κει πάνω.
ΙΣΜ. Αχ οϊμένα, η βαριόμοιρη,
πού πάλι έρμη έτσι κι αβοήθητη
τη δύστυχή μου ζωή να στρέψω;

ΧΟΡ. Καλές μου, μην έχετε φόβο κανένα.
ΑΝΤ. Μα πού σωτηρία θα βρω;
ΧΟΡ. Και πριν βρέθηκε. ΑΝΤ. Πώς;
1740ΧΟΡ. Που γλυτώσατε τέτοιο κακό.
ΑΝΤ. Συλλογιέμαι— ΧΟΡ. Τί πάλι να βάζεις στο νου;
ΑΝΤ. Το πώς πίσω θα πάμε ξανά
στην πατρίδα, δεν ξέρω. ΧΟΡ. Και να μην το ζητάς.
ΑΝΤ. Παντού μαύρα. ΧΟΡ. Έτσ᾽ ήταν και πριν.
ΑΝΤ. Αβάσταγα τότε, μα τώρα πιο πάνω πολύ.
ΧΟΡ. Μέγα πέλαγος, είναι η αλήθεια, σας ζώνει.
ΑΝΤ. Ναι, ναι. ΧΟΡ. Σύμφωνος είμαι κι εγώ.
ΑΝΤ. Πού να στραφούμε, αχ αλίμονο,
Θε μου, πού τώρα; σε ποιά άραγε η μοίρα μας
1750στερνήν ελπίδα μας διώχνει;


ΑΝΤ. Πίσω, καλή μου, ας τρέξουμε. [στρ. β]
ΙΣΜ. Να κάνουμε τί; ΑΝΤ. Θέλω…
ΙΣΜ. Τί; ΑΝΤ. Να ιδώ τον τάφο… ΙΣΜ. Ποιού;
ΑΝΤ. Οϊμένα! ... του πατέρα.
ΙΣΜ. Και πώς είν᾽ τούτο βολετό;
Μήπως δε βλέπεις τάχα;…
1730ΑΝΤ. Για ποιά αφορμή με μάλωσες;
ΙΣΜ. Και για τούτο: ότι… ΑΝΤ. Τί είναι
και πάλι αυτό; ΙΣΜ. Πως άταφος
χάθηκε εκείνος κι έρμος.
ΑΝΤ. Φέρε με και στον τάφο του
σφάξε με τότ᾽ επάνω.
ΙΣΜ. Οϊμένα η τρισβαριόμοιρη!
πώς πάλι εγώ θα ζήσω
ορφανεμένη κι έρημη
ζωή δυστυχισμένη;

ΧΟΡ. Μη φοβηθείτε, αγαπημένες. [αντ. β]
ΑΝΤ. Μα πώς να γλιτώσω;
ΧΟΡ. Και πριν εγλίτωσες… ΑΝΤ. Τί τάχα;
1740ΧΟΡ. και δεν σ᾽ ήβρε κάποια
δυστυχία τρανή… ΑΝΤ. Το ξέρω.
ΧΟΡ. Σαν τί λοιπόν έχεις στο νου;
ΑΝΤ. Πώς θα πάμε πίσω
στην πατρίδα μας, δεν ξέρω.
ΧΟΡ. Μην το ζητάς τούτο.
ΑΝΤ. Μας αναγκάζ᾽ η δυστυχία.
ΧΟΡ. Και πρώτα σας στεναχωρούσε.
ΑΝΤ. Ήταν πριν μεγάλη,
μα τώρα πιο χειρότερ᾽ είναι.
ΧΟΡ. Σας έλαχε κάποιο
πέλαγο συφοράς μεγάλο.
ΑΝΤ. Οϊμένα πού να πάμε, Δία;
Γιατί σαν ποιά τώρα
1750ελπίδα πια ο θεός μ᾽ αφήνει;