Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1284-1345)

ΠΟ. ἀλλ᾽ ἐξερῶ· καλῶς γὰρ ἐξηγῇ σύ μοι·
1285 πρῶτον μὲν αὐτὸν τὸν θεὸν ποιούμενος
ἀρωγόν, ἔνθεν μ᾽ ὧδ᾽ ἀνέστησεν μολεῖν
ὁ τῆσδε τῆς γῆς κοίρανος, διδοὺς ἐμοὶ
λέξαι τ᾽ ἀκοῦσαί τ᾽ ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ.
καὶ ταῦτ᾽ ἀφ᾽ ὑμῶν, ὦ ξένοι, βουλήσομαι
1290 καὶ τοῖνδ᾽ ἀδελφαῖν καὶ πατρὸς κυρεῖν ἐμοί.
ἃ δ᾽ ἦλθον ἤδη σοι θέλω λέξαι, πάτερ·
γῆς ἐκ πατρῴας ἐξελήλαμαι φυγάς,
τοῖς σοῖς πανάρχοις οὕνεκ᾽ ἐνθακεῖν θρόνοις
γονῇ πεφυκὼς ἠξίουν γεραιτέρᾳ.
1295 ἀνθ᾽ ὧν μ᾽ Ἐτεοκλῆς, ὢν φύσει νεώτερος,
γῆς ἐξέωσεν, οὔτε νικήσας λόγῳ
οὔτ᾽ εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ᾽ ἔργου μολών,
πόλιν δὲ πείσας· ὧν ἐγὼ μάλιστα μὲν
τὴν σὴν Ἐρινὺν αἰτίαν εἶναι λέγω·
1300 ἔπειτα κἀπὸ μάντεων ταύτῃ κλύω.
ἐπεὶ γὰρ ἦλθον Ἄργος ἐς τὸ Δωρικόν,
λαβὼν Ἄδραστον πενθερόν, ξυνωμότας
ἔστησ᾽ ἐμαυτῷ γῆς ὅσοιπερ Ἀπίας
πρῶτοι καλοῦνται καὶ τετίμηνται δορί,
1305 ὅπως τὸν ἑπτάλογχον ἐς Θήβας στόλον
ξὺν τοῖσδ᾽ ἀγείρας ἢ θάνοιμι πανδίκως
ἢ τοὺς τάδ᾽ ἐκπράξαντας ἐκβάλοιμι γῆς.
εἶἑν· τί δῆτα νῦν ἀφιγμένος κυρῶ;
σοὶ προστροπαίους, ὦ πάτερ, λιτὰς ἔχων
1310 αὐτός τ᾽ ἐμαυτοῦ ξυμμάχων τε τῶν ἐμῶν,
οἳ νῦν σὺν ἑπτὰ τάξεσιν σὺν ἑπτά τε
λόγχαις τὸ Θήβης πεδίον ἀμφεστᾶσι πᾶν·
οἷος δορυσσοῦς Ἀμφιάρεως, τὰ πρῶτα μὲν
δόρει κρατύνων, πρῶτα δ᾽ οἰωνῶν ὁδοῖς·
1315 ὁ δεύτερος δ᾽ Αἰτωλός, Οἰνέως τόκος,
Τυδεύς· τρίτος δ᾽ Ἐτέοκλος, Ἀργεῖος γεγώς·
τέταρτον Ἱππομέδοντ᾽ ἀπέστειλεν πατὴρ
Ταλαός· ὁ πέμπτος δ᾽ εὔχεται κατασκαφῇ
Καπανεὺς τὸ Θήβης ἄστυ δῃώσειν πυρί·
1320 ἕκτος δὲ Παρθενοπαῖος Ἀρκὰς ὄρνυται,
ἐπώνυμος τῆς πρόσθεν ἀδμήτης, †χρόνῳ
μητρὸς† λοχευθείς, πιστὸς Ἀταλάντης γόνος.
ἐγὼ δὲ σός, κεἰ μὴ σός, ἀλλὰ τοῦ κακοῦ
πότμου φυτευθείς, σός γέ τοι καλούμενος,
1325 ἄγω τὸν Ἄργους ἄφοβον ἐς Θήβας στρατόν.
οἵ σ᾽ ἀντὶ παίδων τῶνδε καὶ ψυχῆς, πάτερ,
ἱκετεύομεν ξύμπαντες ἐξαιτούμενοι
μῆνιν βαρεῖαν εἰκαθεῖν ὁρμωμένῳ
τῷδ᾽ ἀνδρὶ τοὐμοῦ πρὸς κασιγνήτου τίσιν,
1330 ὅς μ᾽ ἐξέωσεν κἀπεσύλησεν πάτρας.
εἰ γάρ τι πιστόν ἐστιν ἐκ χρηστηρίων,
οἷς ἂν σὺ προσθῇ, τοῖσδ᾽ ἔφασκ᾽ εἶναι κράτος.
πρός νύν σε κρηνῶν, πρὸς θεῶν ὁμογνίων
αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν, ἐπεὶ
1335 πτωχοὶ μὲν ἡμεῖς καὶ ξένοι, ξένος δὲ σύ·
ἄλλους δὲ θωπεύοντες οἰκοῦμεν σύ τε
κἀγώ, τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες.
ὁ δ᾽ ἐν δόμοις τύραννος, ὦ τάλας ἐγώ,
κοινῇ καθ᾽ ἡμῶν ἐγγελῶν ἁβρύνεται·
1340 ὅν, εἰ σὺ τἠμῇ ξυμπαραστήσῃ φρενί,
βραχεῖ σὺν ὄγκῳ καὶ χρόνῳ διασκεδῶ·
ὥστ᾽ ἐν δόμοισι τοῖσι σοῖς στήσω σ᾽ ἄγων,
στήσω δ᾽ ἐμαυτόν, κεῖνον ἐκβαλὼν βίᾳ.
καὶ ταῦτα σοῦ μὲν ξυνθέλοντος ἔστι μοι
1345 κομπεῖν, ἄνευ σοῦ δ᾽ οὐδὲ σωθῆναι σθένω.

ΠΟ. Σύμφωνοι, θα μιλήσω· βρίσκω σωστή τη συμβουλή σου.
1285Πρώτα αρωγό ζητώ τον ίδιο τον θεό, που ο βασιλιάς της χώρας
με σήκωσε από τον βωμό του, για νά ᾽ρθω εδώ, κι αφού μιλήσω,
μετά ασφαλής ν᾽ αποχωρήσω.
Αλλά την ίδια κατανόηση γυρεύω, ξένοι, κι από σας,
1290από τις δύο αδελφές και τον πατέρα μου.
Τώρα τον λόγο που ήλθα, θέλω, πατέρα, αμέσως να σου πω.
Διωγμένος βρέθηκα κι εξόριστος από την πατρική μου γη,
γιατί είχα την αξίωση στον θρόνο τον βασιλικό εγώ ν᾽ ανέβω,
αφού είμαι ο πρωτότοκός σου γιος.
1295Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος,
με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, ούτε επειδή
αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
αλλά την πόλη παρασύροντας και τους πολίτες.
Για όλα αυτά, αιτία βρίσκω εγώ την Ερινύα σου, πατέρα,
1300το ίδιο εξάλλου κι από τους χρησμούς ακούω.
Έτσι κατέφυγα στο Άργος, το δωρικό, κι έκανα πεθερό
τον Άδραστο, ύστερα όρκισα συμμάχους μου
όσους φημίζονται πρώτοι στη χώρα του Άπη,
πολεμιστές γενναίους που όλοι τούς τιμούν.
1305Σκοπός μου να εκστρατεύσω με λογχοφόρους στρατηγούς
επτά στη Θήβα· μ᾽ αυτούς μαζί, ή για το δίκιο μου
να σκοτωθώ, ή ό,τι έκαναν κι αυτοί να κάνω,
να τους πετάξω από τη χώρα έξω.
Πάει καλά. Και τώρα ο λόγος που βρίσκομαι εδώ.
Προσπέφτω, πατέρα μου, σ᾽ εσένα, ικετεύω,
1310στο όνομα το δικό μου, στ᾽ όνομα των συμμάχων μου,
που αυτή την ώρα, μ᾽ επτά αγήματα και λογχοφόρους
στρατηγούς επτά, έχουν κιόλας κυκλώσει
όλον τον κάμπο γύρω από τη Θήβα. Όπως
ο Αμφιάραος, κραδαίνοντας το δόρυ,
πρώτος ακοντιστής στη μάχη, πρώτος οιωνοσκόπος.
1315Δεύτερος ο Τυδέας, Αιτωλός, του Οινέα ο γιος.
Τρίτος ο Ετέοκλος, στο Άργος γεννημένος.
Ο Ιππομέδων τέταρτος, απ᾽ τον πατέρα του, τον Ταλαό,
σταλμένος. Ο Καπανέας πέμπτος, αυτός περηφανεύεται
πως την πόλη θα ερημώσει, τη Θήβα πως θα πυρπολήσει.
1320Έκτος ορμά ο Παρθενοπαίος, από την Αρκαδία εκείνος,
τ᾽ όνομα πήρε από τη μάνα του, που παρθένα έμεινε πολύν καιρό,
γνήσιος γιος της Αταλάντης.
Τέλος, εγώ, δικός σου γιος, μπορεί και όχι, αφού
γέννημα είμαι της μαύρης μοίρας που με φύτεψε,
κι όμως δικός σου λογαριάζομαι·
1325εγώ οδηγώ στη Θήβα τον άφοβο στρατό του Άργους.
Όλοι εμείς, πατέρα — στις δυο σου κόρες σε ξορκίζω,
στην ίδια τη ζωή σου — είμαστε ικέτες σου, παρακαλώντας
τόπο να δώσεις στην οργή σου, για χάρη αυτού που στέκει
μπρος σου, τώρα που ορμώ να πάρω εκδίκηση από τον αδελφό μου,
1330γιατί με πέταξε από τη χώρα έξω, γιατί με λήστεψε.
Αλλά κι αν πρέπει στα μαντεία να πιστέψουμε,
σ᾽ όποιους εσύ παρασταθείς, αυτοί είπε ο χρησμός, κρατούν
στο χέρι τους τη νίκη.
Γι᾽ αυτό και τώρα σε ικετεύω· ορκίζομαι στις κρήνες
της πατρίδας, στους θεούς του γένους, άκου τα λόγια μου,
1335μαλάκωσε. Αφού κι εγώ, όπως κι εσύ, είμαι ένας ξένος
ένας ζήτουλας. Ζούμε κι οι δυο τους άλλους κολακεύοντας,
γιατί μας έπεσε ο ίδιος κλήρος.
Στο μεταξύ ο άλλος στο παλάτι τύραννος, θε μου λυπήσου με,
γελά μ᾽ εμάς τους δυο και καμαρώνει.
1340Αυτόν εγώ, φτάνει εσύ να συμφωνήσεις με το πλάνο μου,
σε λίγο χρόνο και με λίγο κόπο θα τον κάνω στάχτη.
Τότε κι εσένα θα σε πάρω, θα σε στήσω στο παλάτι,
εκεί κι ο ίδιος θα σταθώ, κι αυτόν θα τον πετάξω έξω.
Όμως, μόνον εφόσον δεχτείς εσύ το θέλημά μου,
μπορώ κι εγώ να καυχηθώ· χώρια από σένα δεν έχω
1345καν το σθένος να σωθώ.


ΠΟΛ. Ναι, θα μιλήσω —όπως με συμβουλεύεις
πολύ σωστά και συ— μα αφού θα πάρω
πρώτα βοηθό μου το Θεό τον ίδιο,
που από κείνον με σήκωσε εδώ νά ᾽ρθω,
με υπόσχεσή του, ο βασιλιάς της χώρας,
να πω, ν᾽ ακούσω και να φύγω πάλι
μ᾽ όλη μου την ασφάλεια· και θέλω
κι από σας, ξένοι, κι απ᾽ τις δυο αδερφές μου
1290κι απ᾽ τον πατέρα αυτή την άδεια να ᾽χω.
Λοιπόν, γιατ᾽ ήρθα θα σου πω, πατέρα:
Έχω διωχτεί απ᾽ τη γη την πατρική μου
εξόριστος, γιατί στους δυνατούς σου
τους θρόνους είχα αξίωση να καθίσω,
σαν πρωτογέννητός σου γιος που ήμουν.
Μα ο Ετεοκλής, αν και πιο νέος στα χρόνια,
με ξόρισε, δίχως και να ᾽χει λόγους
πιο ισχυρούς από μένα, ή πριν μαζί μου
στη δύναμη δοκιμαστεί ή στα έργα,
μα ξεπλανεύοντας την πόλη· κι όλων
αυτών, η Κάταρά σου η πρώτη αιτία
πως είναι λέγω εγώ· μα κι έτσι ακούω
1300κι από τους μάντηδες, πως είν᾽ η αλήθεια.
Γιατί αφού πήγα στο Άργος κι έκαμα
πεθερό μου τον Άδραστο, έχω δέσει
μ᾽ όρκους μαζί μου όλους, που της Απίας
λογιούνται οι πρώτοι κι είναι φημισμένοι
στη δύναμή τους, για να ξεσηκώσω
μαζί τους την εφτάλογχη εκστρατεία
καταπάνω στη Θήβα κι ή να χύσω
το αίμα μου για τα δίκια μου, ή να διώξω
αυτούς που μ᾽ αδικήσανε απ᾽ τη χώρα.
Έτσι αυτά· τώρα τί ήρθα εδώ να κάμω;
Να σου προσπέσω με τις δέησες όλες,
πατέρα μου, και τις δικές μου εμένα,
1310καθώς και των συμμάχων μου, που τώρα
με εφτά στρατούς κι εφτά αρχιλογχοφόρους
όλο τον κάμπο ζώνουνε της Θήβας·
όπως ο αρματομάχος ο Αμφιάραος,
όμοια πρώτος στο δόρυ και στην τέχνη
να ξεδιαλύνει των πουλιών τους δρόμους·
δεύτερος Αιτωλός ο γυιος του Οινέου
Τυδέας· τρίτος ο Ετέοκλος από τ᾽ Άργος·
τέταρτος ο Ιππομέδοντας σταλμένος
απ᾽ τον πατέρα του Ταλαό και πέμπτος
ο Καπανέας καυχιέται πως τη Θήβα
μ᾽ αξίνα και φωτιά θα ξολοθρέψει·
1320έχτος ο Αρκάς κινάει Παρθενοπαίος,
που πήρα τ᾽ όνομά του από μητέρα
για χρόνια πριν αταύρωτη παρθένα,
την Αταλάντη, ολάξιο της βλαστάρι·
κι εγώ ο δικός σου, ή κι αν όχι δικός σου,
μα γέννημα της κακιάς μοίρας, που όμως
δικός σου λέγομαι, οδηγώ στη Θήβα
του Άργους τον άφοβο στρατό, αρχηγός των.
Κι όλοι εμείς τώρα, στη ζωή, πατέρα,
των δυο σου αυτών παιδιών και στην ψυχή σου
σε ξορκίζομε και σε ικετεύομε,
να παρατήσεις το βαρύ θυμό σου,
που για μένα κρατάς, τώρα που πάω
να εκδικηθώ τον αδερφό, που μ᾽ έχει
1330ξορίσει απ᾽ την πατρίδα και ληστέψει.
Γιατί αν υπάρχει πίστη στα μαντεία,
λένε πως θα ᾽χουνε τη νίκη εκείνοι,
που πας συ με το μέρος των. Λοιπόν
στ᾽ άγια νερά και στους συγγενικούς μας
θεούς σ᾽ ορκίζω, λύγισε και πείσου.
Και μεις φτωχοί και ξένοι και συ ξένος
και καλοπιάνουμε άλλους για να ζούμε
κάτω απ᾽ τον ήλιο εσύ κι εγώ, της ίδιας
θύματα μοίρας· ενώ εκείνος μέσα
στη Θήβα βασιλιάς, ω αλίμονό μου!
κορδώνεται αναμπαίζοντας τους δυο μας.
1340Αυτός, που αν συνεργός στα σχέδιά μου
παρασταθείς και συ, με λίγο κόπο
και σε λίγο καιρό τον κάνω στάχτη.
Και τότε στα παλάτια σου και σένα
ξανά θενα σε πάω να σε θρονιάσω,
κι εγώ θα θρονιαστώ, αφού διώξω εκείνον.
Κι αυτό μπορώ να καυχηθώ, αν με μένα
το θες και συ, γιατί χωρίς εσένα
δεν μπορεί μήτε κι ο ίδιος να γλιτώσω.


ΠΟΛ. Μα θα μιλήσω· τι σωστά εσύ με συμβουλεύεις.
Και πρώτ᾽ απ᾽ όλα βοηθός παρακαλώ να μού ᾽ρθει
ο Θεός, που απ᾽ το βωμό του
για νά ᾽ρθω εδώ με σήκωσεν ο βασιλιάς της χώρας,
αφού μου ᾽δωκε υπόσχεση να ειπώ και να γρικήσω
και να φύγω μ᾽ ασφάλεια· τούτ᾽ από σας ας τά ᾽βρω,
1290ξένοι, κι απ᾽ τον πατέρα μου κι από τις αδερφές μου.
Και τώρα πια, πατέρα μου, θενα σου πω γιατί ήρθα.
Απ᾽ την πατρίδα έχω διωχτεί κι εξόριστο μ᾽ εκάμαν,
γιατί σαν μεγαλύτερο παιδί σου εγώ ζητούσα
να μένω στο βασιλικό το θρόνο σου· αντί τούτο,
αν κι ήταν πιο μικρότερος ο Ετεοκλής με βία
από τη χώρα μ᾽ έδιωξε χωρίς δικαιολογία
και δίχως σε παλικαριά ή σ᾽ έργο να νικήσει,
και μόνο, αφού κατάπεισε την πολιτεία· και λέω
εγώ, πως τούτων αφορμή μόνο η Κατάρα σου είναι·
1300αλλά κι από τους μάντηδες τα ᾽χω ακουσμένα τούτα.
Σαν έφτασα στο Δωρικό τ᾽ Άργος και πεθερό μου
τον Άδραστο έκαμα, έδεσα μ᾽ όρκο να με βοηθήσουν
όσοι στην Πελοπόννησο κρατούνε τα πρωτάτα
κι είν᾽ ξακουστοί στον πόλεμο, κι έτσι αφού ξεσηκώσω
μαζί τους εφτά τάγματα στρατού, να πέσω πάνω
στη Θήβα κι ή να σκοτωθώ, το δίκιο μου ζητώντας,
ή κείνους, που μ᾽ αδίκησαν, να διώξω απ᾽ την πατρίδα.
Λοιπόν· σαν τί γυρεύοντας, ήλθα εδώ πέρα τώρα;
Ήλθα, πατέρα μου, έχοντας να σε παρακαλέσω
1310θερμότατ᾽ από μέρους μου κι απ᾽ τους βοηθούς μου,
που τώρα μ᾽ εφτά τάγματα και τρομερά κοντάρια
τον κάμπο το θηβαίικο περικυκλώνουν όλο.
Και τούτοι είναι: ο Αμφιάραος, που είν᾽ πρώτος στο κοντάρι
και στο να βγάνει απ᾽ των πουλιών το πέταγμα μαντείες·
δεύτερος είναι ο Αιτωλός Τυδέας, ο γιος του Οινέα,
τρίτος είναι ο Ετέοκλος γέννημα-θρέμμα του Άργους·
τον Ιππομέδοντα έστειλε τέταρτον ο πατέρας του
ο Ταλαός· παινεύεται ο Καπανέας ο πέμπτος,
πως θα ρημάξει με φωτιά την πολιτεία της Θήβας·
1320έκτος είναι τ᾽ αληθινό παιδί της Αταλάντης
ο Αρκάδιος Παρθενοπαίος, που έτσι τον ονομάζουν,
γιατί παρθένα η μάνα του πολύ καιρό είχε μείνει·
κι ο γιος σου εγώ, κι αν όχι γιος σου, αλλ᾽ απ᾽ την κακήν μοίρα
γεννημένος, αν και παιδί δικό σου όλοι με λένε,
τον άφοβο του Άργους στρατό τον οδηγάω στη Θήβα.
Στη ζωή των θυγατέρων σου τούτων και τη δική σου,
παρακαλούμε σε όλοι εμείς, πατέρα, και ζητάμε
να διώξεις το βαρύ θυμό για μένα, που πηγαίνω
να εκδικηθώ τον αδερφό και να τον τιμωρήσω,
1330που απ᾽ την πατρίδα μ᾽ έδιωξε και μου άρπαξε το θρόνο.
Επειδή, αν είναι αληθινό απ᾽ τις μαντείες κάτι,
αυτοί, που με το μέρος τους θα πας, νικητές θα ᾽ναι.
Σ᾽ ορκίζω στις πηγές και στους θεούς, που της συγγένειας
προστάτες είναι, να πειστείς και να υποχωρήσεις,
γιατί κι εγώ, καθώς εσύ, φτωχός είμαι και ξένος·
και ζούμε κολακεύοντας κι εσύ κι εγώ τους άλλους,
αφού έτυχέ μας να ᾽χουμε κι οι δυο την ίδια μοίρα.
Κι εκείνος, που είναι βασιλιάς, ω συφορά μου εμένα,
περιγελώντας και τους δυο καυχιέται στην πατρίδα·
1340αυτόν, αν με το μέρος μου έλθεις εσύ, πατέρα,
πολύ εύκολα και γρήγορα θενα τον αφανίσω
κι έτσι πάλι στο σπίτι σου θα σ᾽ αποκαταστήσω
κι εμέ τον ίδιο, αφού απ᾽ αυτό με βία διώξω εκείνον.
Και τούτα να καυχιούμαι εγώ μπορώ, αν εσύ θελήσεις,
γιατί μήτε και να σωθώ μπορώ χωρίς εσένα.