Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (33-80)

ΟΙ. ὦ ξεῖν᾽, ἀκούων τῆσδε τῆς ὑπέρ τ᾽ ἐμοῦ
αὑτῆς θ᾽ ὁρώσης οὕνεχ᾽ ἡμὶν αἴσιος
35 σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι …
ΞΕΝΟΣ
πρίν νυν τὰ πλείον᾽ ἱστορεῖν, ἐκ τῆσδ᾽ ἕδρας
ἔξελθ᾽· ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν.
ΟΙ. τίς δ᾽ ἔσθ᾽ ὁ χῶρος; τοῦ θεῶν νομίζεται;
ΞΕ. ἄθικτος οὐδ᾽ οἰκητός· αἱ γὰρ ἔμφοβοι
40 θεαί σφ᾽ ἔχουσι, Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι.
ΟΙ. τίνων τὸ σεμνὸν ὄνομ᾽ ἂν εὐξαίμην κλύων;
ΞΕ. τὰς πάνθ᾽ ὁρώσας Εὐμενίδας ὅ γ᾽ ἐνθάδ᾽ ἂν
εἴποι λεώς νιν· ἄλλα δ᾽ ἀλλαχοῦ καλά.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἵλεῳ μὲν τὸν ἱκέτην δεξαίατο·
45 ὡς οὐχ ἕδρας γῆς τῆσδ᾽ ἂν ἐξέλθοιμ᾽ ἔτι.
ΞΕ. τί δ᾽ ἐστὶ τοῦτο; ΟΙ. ξυμφορᾶς ξύνθημ᾽ ἐμῆς.
ΞΕ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μέντοι τοὐξανιστάναι πόλεως
δίχ᾽ ἐστὶ θάρσος, πρίν γ᾽ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ.
ΟΙ. πρός νυν θεῶν, ὦ ξεῖνε, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς,
50 τοιόνδ᾽ ἀλήτην, ὧν σε προστρέπω φράσαι.
ΞΕ. σήμαινε, κοὐκ ἄτιμος ἔκ γ᾽ ἐμοῦ φανῇ.
ΟΙ. τίς ἔσθ᾽ ὁ χῶρος δῆτ᾽ ἐν ᾧ βεβήκαμεν;
ΞΕ. ὅσ᾽ οἶδα κἀγὼ πάντ᾽ ἐπιστήσῃ κλύων.
χῶρος μὲν ἱερὸς πᾶς ὅδ᾽ ἔστ᾽· ἔχει δέ νιν
55 σεμνὸς Ποσειδῶν, ἐν δ᾽ ὁ πυρφόρος θεὸς
Τιτὰν Προμηθεύς· ὃν δ᾽ ἐπιστείβεις τόπον
χθονὸς καλεῖται τῆσδε χαλκόπους ὀδός,
ἔρεισμ᾽ Ἀθηνῶν· οἱ δὲ πλησίοι γύαι
τόνδ᾽ ἱππότην Κολωνὸν εὔχονται σφίσιν
60 ἀρχηγὸν εἶναι, καὶ φέρουσι τοὔνομα
τὸ τοῦδε κοινὸν πάντες ὠνομασμένοι.
τοιαῦτά σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὦ ξέν᾽, οὐ λόγοις
τιμώμεν᾽, ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον.
ΟΙ. ἦ γάρ τινες ναίουσι τούσδε τοὺς τόπους;
65 ΞΕ. καὶ κάρτα, τοῦδε τοῦ θεοῦ γ᾽ ἐπώνυμοι.
ΟΙ. ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ᾽πὶ τῷ πλήθει λόγος;
ΞΕ. ἐκ τοῦ κατ᾽ ἄστυ βασιλέως τάδ᾽ ἄρχεται.
ΟΙ. οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σθένει κρατεῖ;
ΞΕ. Θησεὺς καλεῖται, τοῦ πρὶν Αἰγέως τόκος.
70 ΟΙ. ἆρ᾽ ἄν τις αὐτῷ πομπὸς ἐξ ὑμῶν μόλοι;
ΞΕ. ὡς πρὸς τί; λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν;
ΟΙ. ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα.
ΞΕ. καὶ τίς πρὸς ἀνδρὸς μὴ βλέποντος ἄρκεσις;
ΟΙ. ὅσ᾽ ἂν λέγωμεν πάνθ᾽ ὁρῶντα λέξομεν.
75 ΞΕ. οἶσθ᾽, ὦ ξέν᾽, ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; ἐπείπερ εἶ
γενναῖος, ὡς ἰδόντι, πλὴν τοῦ δαίμονος·
αὐτοῦ μέν᾽, οὗπερ κἀφάνης, ἕως ἐγὼ
τοῖς ἐνθάδ᾽ αὐτοῦ, μὴ κατ᾽ ἄστυ, δημόταις
λέξω τάδ᾽ ἐλθών· οἵδε γὰρ κρινοῦσί γε
80 εἰ χρή σε μίμνειν, ἢ πορεύεσθαι πάλιν.

ΟΙ. Ω ξένε, όπως είπε κι η κόρη που βλέπει και για μένα,
πάνω στην ώρα φτάνεις, καλόγνωμος σκοπός· όσα λοιπόν
35μας είναι αγνώριστα, εξήγησε —
ΞΕΝΟΣ
Προτού ρωτήσεις περισσότερα, σήκω από εκεί που κάθεσαι·
ανόσιο να πατάς τόπο ιερό.
ΟΙ. Και ποιός ο χώρος; ποιός θεός εδώ λατρεύεται;
ΞΕ. Άθικτος κι ακατοίκητος· τον έχουν έμφοβες θεές,
40κόρες του Σκότου και της Γης.
ΟΙ. Δεν θα μπορούσα το σεμνό τους όνομα ν᾽ ακούσω,
να τις ικετέψω;
ΞΕ. Τις Ευμενίδες, που τα πάντα βλέπουν· έτσι ο λαός
τις λέει εδώ — άλλα ονόματα αλλού, καλά.
ΟΙ. Έναν ικέτη όμως θα μπορούσαν σπλαχνικά να τον δεχτούνε·
45γιατί αποδώ που απόστασα, δεν πρόκειται να το κουνήσω.
ΞΕ. Τί πάει να πει ο λόγος σου; ΟΙ. Είναι το σύμβολο της μοίρας μου.
ΞΕ. Έτσι κι αλλιώς, δίχως την άδεια της πόλης, παράτολμο
το βρίσκω να σε ξεσηκώσω, προτού ρωτήσω τί να πράξω.
ΟΙ. Για τον θεό, ω ξένε, μην ατιμάσεις έναν μετανάστη
50κι όσα ικετεύω, εξήγησε.
ΞΕ. Μίλα ξεκάθαρα, κι εγώ δεν πρόκειται να σε καταφρονήσω.
ΟΙ. Ποιός τέλος πάντων είναι ο χώρος που καταπατήσαμε;
ΞΕ. Όσα γνωρίζω ο ίδιος, θ᾽ ακούσεις τα πάντα και θα μάθεις.
55Είναι ιερός ο χώρος όλος. Τον έχει ο Ποσειδών σεπτός,
μέσα λατρεύεται ο τιτάνας Προμηθεύς, θεός πυρφόρος·
ο τόπος που πατείς καλείται χαλκόστρωτο κατώφλι
αυτής της χώρας, της Αθήνας έρεισμα.
Γύρω χωράφια, χωρικοί σεμνύνονται πως έχουν
60τον ίππιο Κολωνό γενάρχη τους· όλοι τους φέρουν τ᾽ όνομά του
παρονόμι, μ᾽ αυτό συνονομάζονται.
Αυτά για σένα, ξένε, όχι με λόγια μόνο μέρη τιμημένα,
όσο με τη λατρευτική φροντίδα μας.
ΟΙ. Πράγματι κάποιοι κατοικούν τα μέρη αυτά;
65ΞΕ. Μα φυσικά. Κι έχουν επώνυμό τους τον θεό του τόπου.
ΟΙ. Κάποιος τούς διαφεντεύει; ή μήπως έχει ο λαός τον λόγο;
ΞΕ. Ο βασιλιάς της πόλης κυβερνά κι αυτά τα μέρη.
ΟΙ. Ποιός είναι εκείνος που τον λόγο και το σθένος του επιβάλλει;
ΞΕ. Θησέας τ᾽ όνομά του, γόνος και του Αιγέα διάδοχος.
ΟΙ. Δεν θα μπορούσε κάποιος από σας να πάει σ᾽ αυτόν
70μαντατοφόρος μας;
ΞΕ. Για ποιό σκοπό ακριβώς; να του μιλήσει;
ή να τον πείσει νά ᾽ρθει;
ΟΙ. Μικρή εκδούλευση θα φέρει κέρδος μέγα, να του πει.
ΞΕ. Τί σόι αμοιβή από έναν που δεν βλέπει;
ΟΙ. Βλέπουν πολύ καλά τα λόγια που θα πούμε.
75ΞΕ. Έχεις τη γνώση, ξένε, το σφάλμα ν᾽ αποφύγεις;
Όποιος σε βλέπει, αναγνωρίζει την καλή γενιά σου, εκτός
απ᾽ τον κακό σου δαίμονα· μείνε λοιπόν εδώ, όπου σ᾽ αντάμωσα,
ωσότου εγώ στους συντοπίτες μου να πεταχτώ· όχι στην πόλη,
σ᾽ αυτούς να πω τί τρέχει· γιατί αυτοί θα κρίνουν αν
80μπορείς να παραμείνεις, ή θα πρέπει πάλι να πορευτείς μακριά.


ΟΙΔ. Ακούοντας, ξένε,
από την κόρη αυτή, που και για μένα
και για τον εαυτό της βλέπει, πως μας βγήκες
σε καλήν ώρα οδηγός εμπρός μας
να μας φωτίσεις για όσα εμάς ξεφεύγουν—
ΞΕΝΟΣ
Πρι με ρωτήσης πιότερα, έβγα αμέσως
απ᾽ εδώ που καθίσατε, γιατ᾽ είναι
τόπος ιερός, να μην πατεί κανένας.
ΟΙΔ. Ποιός είναι και σε ποιό θεό αφιερωμένος;
ΞΕΝ. Άγγιχτος κι ακατοίκητος· γιατί
40τον έχουν φοβερές θεές, οι κόρες
του Σκότου και της Γης. ΟΙΔ. Πε μου ν᾽ ακούσω,
ποιό τ᾽ άγιο, να επικαλεστώ, όνομά των;
ΞΕΝ. Ευμενίδες, που όλα επιβλέπουν· έτσι
ο λαός τουλάχιστον εδώ τις λέει·
μ᾽ άλλοι τόποι κι άλλα συνήθεια. ΟΙΔ. Ω, είθε
καλόβουλες λοιπόν να με δεχτούνε
ικέτη τους, γιατί από τη θέση τούτη
αυτής της γης, ποτέ πια δε θενά ᾽βγω.
ΞΕΝ. Τί ᾽ναι που λες; ΟΙΔ. Εδώ το σύνθημά της
μου δίνει η Μοίρα μου. ΞΕΝ. Μα ούτε εγώ βέβαια
θα ᾽χα την τόλμη να σε ξεσηκώσω,
χωρίς την πόλη πρι να ειδοποιήσω
τί έχω να κάμω. ΟΙΔ. Λοιπόν σε ξορκίζω
στους θεούς, ξένε· μην καταφρονήσεις
50τον άθλιο εμένα πρόσφυγα, να πεις
αυτά που σε ικετεύω. ΞΕΝ. Μα εξηγήσου
και καταφρόνηση από με δε θά ᾽βρεις.
ΟΙΔ. Ποιός λοιπόν είναι ο τόπος πὄχομ᾽ έρθει;
ΞΕΝ. Όσα και ο ίδιος γνωρίζω, θα τα μάθεις
από μένα και συ· ολόκληρος ο τόπος
είναι ιερός· και σεβαστός τον έχει
θεός, ο Ποσειδώνας και μαζί του
ο πυρφόρος Προμηθέας ο Τιτάνας·
κι η θέση που πατείς εδώ, τη λένε
της γης αυτής χαλκόστρωτο κατώφλι,
στήριγμα της Αθήνας· κι αυτοί γύρω
οι αγροί περηφανεύονται πως έχουν
τον καβαλάρη Κολωνό προστάτη,
60που τ᾽ όνομά του κι όλοι εδώ όσοι ζούνε
το ᾽χουνε γενικό τους παρανόμι.
Τέτοια που λες, τα μέρη αυτά ᾽ναι, ξένε,
πὄχουν τιμή και δόξα όχι από λόγια,
μα πιότερο από την κοινή λατρεία.
ΟΙΔ. Ώστ᾽ έχει και κατοίκους εδώ ο τόπος;
ΞΕΝ. Μα βέβαια· κι έχουν πάρει τ᾽ όνομά τους
απ᾽ αυτό το Θεό. ΟΙΔ. Και τους ορίζει
ένας άρχοντας, ή την εξουσία
έχει ο λαός; ΞΕΝ. Από το βασιλέα
των Αθηνών εξουσιάζονται
κι αυτά τα μέρη. ΟΙΔ. Και ποιός είναι τώρα
που με το λόγο και τη δύναμή του
βασιλεύει; ΞΕΝ. Θησέας τ᾽ όνομά του,
του Αιγέα ο γιος, που ήταν προκάτοχός του.
70ΟΙΔ. Θα πήγαινε άραγε σ᾽ αυτόν κανείς σας
μηνυτής από μέρους μου; ΞΕΝ. Τί θέλεις;
να του πεις τίποτα, ή να του ζητήσεις
εδώ να ᾽ρθει; ΟΙΔ. Ναι, που για μια μικρή του
εκδούλεψη, θα βρει μεγάλο κέρδος.
ΞΕΝ. Τί κέρδος θα ᾽χει από ᾽ναν που δε βλέπει;
ΟΙΔ. Μ᾽ ανοιχτά θα ᾽χουν μάτια όσα του πούμε.
ΞΕΝ. Ξέρεις λοιπόν τί έχεις να κάμεις, ξένε,
για να μην πέσεις έξω; γιατί αλήθεια
όποιος σε δει, φαίνεται ευτύς πως είσαι
από γενιά, μ᾽ όλη τη δυστυχιά σου.
Μέν᾽ εδώ που σ᾽ αντάμωσα, ως να πάω
εγώ σ᾽ αυτούς εδώ τους χωριανούς μου,
—κι όχι στην πόλη— να τους πω τα πάντα·
γιατί αυτοί θα κρίνουν, αν θα πρέπει
80να μείνεις, ή να πάρεις πάλι δρόμο.


ΟΙΔ. Ω ξένε, ακούγοντας αυτή, που για τους δυο μας βλέπει,
ότι με το καλό έρχεσαι συ, που τον τόπο ξέρεις,
να πεις τα όσα δεν ξέρουμε…..
ΞΕΝΟΣ
Πριν να ρωτάς περσότερα, φεύγα απ᾽ αυτό το μέρος,
γιατί σε τόπο βρίσκεσαι, που είναι αμαρτία να μπαίνεις.
ΟΙΔ. Ποιός είναι ο τόπος; Ποιού θεού λογιέται κατοικία;
ΞΕΝ. Ανέγγιχτος κι απάτητος. Γιατί τον κατοικούνε
40οι τρομερές θεές, της Γης οι κόρες και του Σκότου.
ΟΙΔ. Ποιών το σεβάσμιο τ᾽ όνομα γροικώντας θα μπορούσα
να τους προσπέσω; ΞΕΝ. Εδώ ο λαός κράζει τες Ευμενίδες,
που όλα τα βλέπουνε· κι αλλού μ᾽ άλλο όνομα τις κράζουν.
ΟΙΔ. Όμως τον παρακαλεστή πονετικά ας δεχτούνε,
γιατί πια εγώ απ᾽ το κάθισμα του τόπου αυτού δεν θα ᾽βγω.
ΞΕΝ. Τί θες να πεις; ΟΙΔ. Πως είναι αυτό της μοίρας μου σημάδι.
ΞΕΝ. Μα να σε διώξω μήτ᾽ εγώ τ᾽ αποκοτώ, αν δε θέλει
η πολιτεία και προτού μου πούνε τί να κάμω.
ΟΙΔ. Σ᾽ ορκίζω, ξένε, στους θεούς, μη με καταφρονέσεις,
50τέτοιο ζητιάνο, να μου πεις τα όσα παρακαλώ σε.
ΞΕΝ. Λέγε· από εμέ τουλάχιστο δε θα ᾽βρεις καταφρόνια.
ΟΙΔ. Ποιός είναι ο τόπος το λοιπόν αυτός, όπου έχουμ᾽ έμπει;
ΞΕΝ. Γροικώντας όσα ξέρω εγώ κι εσύ θα μάθεις· όλος
ο τόπος τούτος άγιος είναι· και τον συχνάζει
ο Ποσειδών ο σεβαστός κι ακόμη κι ο Τιτάνας
ο φωτοκράτορας θεός ο Προμηθέας· το μέρος,
που εσύ πατείς, της γης αυτής το λεν χαλκό κατώφλι
και της Αθήνας στήριγμα· κι οι τόποι οι κοντινοί του
καυχιούνται ότι έχουν αρχηγό τον αλογάρη τούτο
60τον Κολωνό και φέρνουνε τ᾽ όνομα το δικό του·
κι όλοι το ίδιο του όνομα τὄχουν για παρανόμι.
Τέτοια είναι αυτά, που τα τιμούν, ω ξένε, όχι με λόγια
αλλά πολύ περσότερο με το προσκύνημά τους.
ΟΙΔ. Λοιπόν κάθουνται κι άνθρωποι σ᾽ αυτούς εδώ τους τόπους;
ΞΕΝ. Και βέβαια συνονόματοι με τον θεόν ετούτον.
ΟΙΔ. Εξουσιάζει τους κανείς ή κυβερνάει το πλήθος;
ΞΕΝ. Και τούτοι ορίζονται από το βασιλιά της χώρας.
ΟΙΔ. Ποιός είναι αυτός, που σε βουλή και πόλεμο είναι πρώτος;
ΞΕΝ. Θησέας λέγεται, παιδί του παλαιού του Αιγέα.
70ΟΙΔ. Τάχα θα πάει κανένας σας σ᾽ αυτόν μαντατοφόρος;
ΞΕΝ. Και τί να κάμει ή τί να πει μαντάτορας αν πάει;
ΟΙΔ. Πως, αν βοηθήσει λιγοστά, μεγάλα θα κερδίσει.
ΞΕΝ. Και ποιά η βοήθεια απ᾽ άνθρωπο, που δεν μπορεί να βλέπει;
ΟΙΔ. Αληθινά θενα τα ειπώ όλα όσα θενα λέω.
ΞΕΝ. Τώρα γνωρίζεις, φίλε μου, πώς δε θεν᾽ αμαρτήσεις;
Αφού είσαι γενναιόκαρδος και μες στη δυστυχία,
καθώς το βλέπω, πρόσμενε αυτού, που πρωτοφάνης,
ώσπου να πάω να τα ειπώ σ᾽ αυτούς εδώ τους ντόπιους,
όχι στη χώρα· γιατί αυτοί για εσέ θ᾽ αποφασίσουν,
80αν πρέπει εσύ να μένεις ή δρόμο ν᾽ αρχίσεις πάλι.