Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (668-719)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ Α΄


ΧΟ. εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώ- [στρ. α]
ρας ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
670 τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀη-
δὼν χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισ-
675 σὸν καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνάλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώ-
τας ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
680 θείαις ἀμφιπολῶν τιθήναις.

θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ - [αντ. α]
χνας ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ αἰεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
685 χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄυ-
πνοι κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέ-
θρων, ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσεται
690 ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μου-
σᾶν χοροί νιν ἀπεστύγησαν, οὐδ᾽ αὖ
ἁ χρυσάνιος Ἀφροδίτα.

ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς [στρ. β]
695 Ἀσίας οὐκ ἐπακούω,
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ
Πέλοπος πώποτε βλαστόν,
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτοποιόν,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
700 ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας·
ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
705 λεύσσει νιν Μορίου Διὸς
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.

ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω μα- [αντ.]
τροπόλει τᾷδε κράτιστον,
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν,
710 ‹˘ ˘› αὔχημα μέγιστον,
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν
715 πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς·
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερ-
σὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

ΣΤΑΣΙΜΟ ΠΡΩΤΟ


ΧΟ. Σε χώρα ήλθες, ξένε,
μ᾽ έμορφα άλογα, στο ωραιότερο
670μέρος της γης, στον Κολωνό, με το λευκό του χώμα,
όπου μελωδικά το αηδόνι κελαηδεί,
φωλιάζοντας σε καταπράσινες βαθιές
κοιλάδες, κρυμμένο στον σκουρόχρωμο κισσό,
675στο άβατο άλσος του θεού,
πολύκαρπο, από τον ήλιο απρόσβλητο
κι απ᾽ τον αγέρα κάθε καταιγίδας.
Εδώ περιδιαβάζει
ο βακχικός Διόνυσος και γύρω του
680οι Νύμφες που τον τρέφουν.

Εδώ, όταν χαράζει, κι ο ουρανός
σταλάζει τη δροσιά του,
ανθίζουν ο νάρκισσος υπέροχος,
με τα λουλούδια του σαν ρώγες,
στεφάνι αρχαίο για τις δυο θεές,
685κι ο κρόκος ο χρυσόξανθος.
Εδώ οι ροές του Κηφισσού
ακοίμητες ποτέ δεν ησυχάζουν,
μόνο ακατάπαυστα κυλούν
στα ρείθρα του, κι εκείνος
690με το γάργαρο νερό του
αρδεύει τους λειμώνες,
γρήγορα να καρπίσουν
στη γη μας την ευρύστερνη.
Αυτόν τον τόπο δεν τον αποστρέφονται μήτε
οι Μούσες κι οι χοροί τους μήτε
με το χρυσό της χαλινάρι
η Αφροδίτη.

Υπάρχει εδώ ένας βλαστός,
τέτοιος δεν άκουσα ποτέ
να βλάστησε ή στης Ασίας το χώμα
695ή στο μεγάλο δωρικό νησί
του Πέλοπα, βλαστός αυτόφυτος,
αχειροποίητος, φόβητρο στων εχθρών
τα βέλη, ευδοκιμεί και θάλλει
700σ᾽ αυτή τη χώρα πιο πολύ:
η ελιά με το γλαυκό της φύλλωμα,
η παιδοτρόφος, κι αυτή κανείς,
νέος ή γέρος, δεν μπορεί
να τη χαλάσει, να την ξεριζώσει,
γιατί την προστατεύει
με τ᾽ άγρυπνό του μάτι
705ο Μόριος Δίας κι η γλαυκώπις
Αθηνά.

Έχω ένα ακόμη έπαινο να πω
πιο δυνατό γι᾽ αυτή την πόλη,
τη μητρόπολή μας, δώρο
θεού μεγάλου, δικό τους και δικό μου
710καύχημα:
άλογα ωραία, πουλάρια ωραία,
ωραία θάλασσα.
Ω γιε του Κρόνου, άναξ Ποσειδών,
εσύ περήφανη την ύψωσες την πόλη,
όταν πρώτη φορά στους δρόμους μας
715βρήκες το χαλινάρι που δαμάζει
τ᾽ άλογα.
Μ᾽ εσένα πάλι το καλό κουπί
στα χέρια του θαλασσινού αρμοσμένο,
σαν από θαύμα αναπηδά παφλάζοντας
στο κύμα, ενώ μπροστά
πενήντα Νηρηίδες σέρνουν τον χορό
με τα εκατό τους πόδια.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Στης περήφανης για τ᾽ άλογά της χώρας
έχεις, ξένε, ερθεί στα πιο όμορφα τα μέρη
670μες σ᾽ όλη τη γη, στον άσπρο Κολωνό μας,
όπου πιο απ᾽ αλλού συχνάζοντας τ᾽ αηδόνι
γλυκομύρεται σε ολόχλωρα ρουμάνια
μέσα στον πυκνό κισσό βαθιά κρυμμένο
και στο απάτητο του Θεού τ᾽ άγιο δάσος
το μυριόκαρπο, τ᾽ ανήλιαγο κι απ᾽ όλες
τις χειμωνικές απάνεμο τις μπόρες,
κι όπου ο βακχευτής Διόνυσος να μονιάζει
συνηθάει συχνά, περιτριγυρισμένος
680από τις θεϊκές του τις βυζάστρες.

Κάθε μέρα εδώ με τη δροσιά απ᾽ τα ουράνια
ωριοφούντωτος ο νάρκισσος ανθίζει
κι ο χρυσόξανθος ο κρόκος για τις δυο μας
τις τρανές θεές παλαιϊκό στεφάνι·
κι ουδέ οι ακοίμητες ποτέ δε λιγοστεύουν
απ᾽ του Κηφισού το ρέμα οι βρυσομάνες
να στριφογυρνούν, μα πάντα όλες τις μέρες
690τα καθάρια των νερά καθώς κυλούνε
πιάνουν γρήγορα τους κάμπους να καρπίζουν
της πλατύστηθης της γης· μα κι ουδέ οι Μούσες
αποστάφηκαν τον τόπο αυτό ποτέ τους
ουδ᾽ η χρυσοχάλινη Αφροδίτη.

Κι είν᾽ ακόμα εδώ τέτοιο, που εγώ
πουθεν᾽ αλλού παρόμοιο δέντρο
δεν ακούω να βλάστησε ποτέ
ουδέ στις χώρες της Ασίας, ουδέ
στο μεγάλο του Πέλοπα δώριο νησί,
ανέγγιχτο αυτοφύτρωτο δεντρό
τρόμος και φόβος στα κοντάρια του εχθρού
που ανθίζει πιο παρ᾽ όπου αλλού
700σ᾽ αυτή τη χώρα:
η σταχτόχλωρη ελιά η παιδοτρόφα,
που ποτέ του κανείς ή νέος ή γηραιός
με χέρι εχθρικό θα σώσει ν᾽ αφανίσει,
γιατ᾽ απάνω της πάντ᾽ ανοιχτά
ο Μόριος Δίας κι η γλαυκόφθαλμη Αθηνά
έχουν τα μάτια.

Κι έν᾽ άλλο έχω να πω ξεχωριστό
παίνεμα για τη μητρική μας αυτή γη,
δώρο του τρισμεγάλου του Θεού
710και καύχημά της και καμάρι:
τα ωραία της τ᾽ άλογα τα διαλεχτά
και στις θάλασσες πάνω την πρωτιά της.
Ω γιε του Κρόνου, γιατί εσύ
την ύψωσες, Ποσειδώνα βασιλιά,
σ᾽ αυτή τη δόξα, όταν τον ιπποδαμαστή
το χαλινό εγκαινίαζες πρώτη φορά
σ᾽ αυτούς εδώ τους δρόμους.
Κι ω θάμα! πώς με τα γερά κουπιά
ζερβόδεξα σπρωγμένο το θαλάσσιο ξύλο
γοργά χιμάει εμπρός πάνω στα κύματα
ξακλούθου τις Νεράιδες παίρνοντας
με τα εκατό τους πόδια.


ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Στης αλογοθροφούσας τούτης χώρας [στρ. α]
το μέρος τ᾽ ομορφότερο ήλθες, ξένε,
670στον Κολωνό τον ασπροχώματ᾽ όπου
το γλυκόλαλο αηδόνι κελαδάει
συχνάζοντας στα δροσερά φαράγγια,
πάνω στο μαύρο τον κισσό πετώντας
και στου θεού τ᾽ απάτητο το δάσος,
που κάνει πλήθος τους καρπούς κι ούτ᾽ ήλιος
ούτε κανένας άνεμος το πιάνει·
όπου συχνάζει πάντοτ᾽ ο πατέρας
του μεθυσιού ο Διόνυσος, συντρόφους
680πιστούς τις θείες έχοντας βυζάχτρες.

Και με την ουρανόσταλτη δροσιά μέρα τη μέρα [αντ. α]
το φουντωτό μανούσι ανθίζει,
που δυο τρανών θεών παλιό στολίδ᾽ είναι, κι ο κρόκος,
που σαν χρυσάφι λαμπυρίζει·
και δε στερεύουν οι πηγές οι ακοίμητες, που θρέφουν
πλούσια του Κηφισού το ρέμα,
690μα πάντα κάθε μέρα αυτός με τα νερά καθάρια
στης πλατοστήθας γης τους κάμπους
ξεχύνεται πιο γλήγορο το κάρπισμα να φέρει·
μήτε τη μίσησαν οι Μούσες,
μήτε κι η χρυσοχάλινη τηνε μισεί Αφροδίτη.

Ανθίζει ακόμη δέντρο, που ως τα τώρα [στρ. β]
μήτε και μες στη χώρα της Ασίας
μήτε και στο τρανό του Πέλοπα νησί
δεν άκουσα, πως μόνο του φυτρώνει,
χωρίς να φυτευτεί από ανθρώπου χέρι,
όντας στων εχτρών τ᾽ άρματα φοβέρα,
700που πιο πολύ στη χώρα τούτη ανθίζει,
η ασημόφυλλ᾽ η ελιά, που θρέφει
τα παλικάρια· αυτή κανένας νέος
ή γέρος αρχηγός δε θ᾽ αφανίσει
με τους πολεμιστές του κόβοντάς τη,
γιατί το μάτι, που όλα γύρω βλέπει,
του Δία, που είναι της ελιάς προστάτης,
τη φυλάει κι η Αθηνά η γαλανομάτα

Μα έχω για την πατρίδα μου να ειπώ και παίνεμ᾽ άλλο [αντ. β]
πολύ καλύτερο, που δώρο
είναι του δυνατού θεού και καύχημα μεγάλο
710της χώρας μου, πως είναι πρώτη
στο να γυμνάζει τ᾽ άλογα και πρώτη στα καράβια.
Ω γιε του Κρόνου, Ποσειδώνα
αφέντη, εσύ τη σήκωσες σε τόσο τρανή δόξα,
γιατί σε τούτα εδώ τα μέρη
πρωτόφτιασε το χέρι σου τα γκέμια, που μερώνουν
τ᾽ άλογα. Κι αλαφρά στο κύμα
το καλοχούφτιαστο κουπί με λάμνισμα πηδάει
ακολουθώντας τις Νεράιδες.