Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Κατὰ Μειδίου (21) (205-212)


[205] Καὶ βοηθοῦσιν οἱ λέγοντες ὑπὲρ αὐτοῦ, οὐχ οὕτω τούτῳ χαρίσασθαι μὰ τοὺς θεοὺς βουλόμενοι, ὡς ἐπηρεάζειν ἐμοὶ διὰ τὴν ἰδίαν ἔχθραν, ἣν οὗτος αὑτῷ πρὸς ἐμέ, ἄν τ᾽ ἐγὼ φῶ ἄν τε μὴ φῶ, φησὶν εἶναι καὶ βιάζεται, οὐκ ὀρθῶς· ἀλλὰ κινδυνεύει τὸ λίαν εὐτυχεῖν ἐνίοτ᾽ ἐπαχθεῖς ποιεῖν· ὅπου γὰρ ἐγὼ μὲν οὐδὲ πεπονθὼς κακῶς ἐχθρὸν εἶναί μοι τοῦτον ὁμολογῶ, οὗτος δ᾽ οὐδ᾽ ἀφιέντ᾽ ἀφίησιν, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγῶσιν ἀπαντᾷ καὶ νῦν ἀναβήσεται μηδὲ τῆς κοινῆς τῶν νόμων ἐπικουρίας ἀξιῶν ἐμοὶ μετεῖναι, πῶς οὐχ οὗτος ἐπαχθής ἐστιν ἤδη καὶ μείζων ἢ καθ᾽ ὅσον ἡμῶν ἑκάστῳ συμφέρει; [206] ἔτι τοίνυν παρῆν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ καθῆτ᾽ Εὔβουλος ἐν τῷ θεάτρῳ, ὅθ᾽ ὁ δῆμος κατεχειροτόνησε Μειδίου, καὶ καλούμενος ὀνομαστὶ καὶ ἀντιβολοῦντος τούτου καὶ λιπαροῦντος, ὡς ὑμεῖς ἴστε, οὐκ ἀνέστη. καὶ μὴν εἰ μὲν μηδὲν ἠδικηκότος ἡγεῖτο τὴν προβολὴν γεγενῆσθαι, τότ᾽ ἔδει τόν γε φίλον δήπου συνειπεῖν καὶ βοηθῆσαι· εἰ δὲ καταγνοὺς ἀδικεῖν τότε, διὰ ταῦτ᾽ οὐχ ὑπήκουσεν, νῦν δ᾽, ὅτι προσκέκρουκεν ἐμοί, διὰ ταῦτα τοῦτον ἐξαιτήσεται, ὑμῖν οὐχὶ καλῶς ἔχει χαρίσασθαι· [207] μὴ γὰρ ἔστω μηδεὶς ἐν δημοκρατίᾳ τηλικοῦτος, ὥστε συνειπὼν τὸν μὲν ὑβρίσθαι, τὸν δὲ μὴ δοῦναι δίκην ποιῆσαι. ἀλλ᾽ εἰ κακῶς ἐμὲ βούλει ποιεῖν, Εὔβουλε, ὡς ἔγωγε μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ οἶδ᾽ ἀνθ᾽ ὅτου, δύνασαι μὲν καὶ πολιτεύει, κατὰ τοὺς νόμους δ᾽ ἥντινα βούλει παρ᾽ ἐμοῦ δίκην λάμβανε, ὧν δ᾽ ἐγὼ παρὰ τοὺς νόμους ὑβρίσθην, μή μ᾽ ἀφαιροῦ τὴν τιμωρίαν. εἰ δ᾽ ἀπορεῖς ἐκείνως με κακῶς ποιῆσαι, εἴη ἂν καὶ τοῦτο σημεῖον τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας, εἰ τοὺς ἄλλους ῥᾳδίως κρίνων ἐμὲ μηδὲν ἔχεις ἐφ᾽ ὅτῳ τοῦτο ποιήσεις.
[208] Πέπυσμαι τοίνυν καὶ Φιλιππίδην καὶ Μνησαρχίδην καὶ Διότιμον τὸν Εὐωνυμέα καὶ τοιούτους τινὰς πλουσίους καὶ τριηράρχους ἐξαιτήσεσθαι καὶ λιπαρήσειν παρ᾽ ὑμῶν αὐτόν, αὑτοῖς ἀξιοῦντας δοθῆναι τὴν χάριν ταύτην. περὶ ὧν οὐδὲν ἂν εἴποιμι πρὸς ὑμᾶς φλαῦρον ἐγώ (καὶ γὰρ ἂν μαινοίμην)· ἀλλ᾽ ἃ θεωρεῖν ὑμᾶς, ὅταν οὗτοι δέωνται, δεῖ καὶ λογίζεσθαι, ταῦτ᾽ ἐρῶ. [209] ἐνθυμεῖσθ᾽, ὦ ἄνδρες δικασταί, εἰ γένοιντο (ὃ μὴ γένοιτ᾽ οὐδ᾽ ἔσται) οὗτοι κύριοι τῆς πολιτείας μετὰ Μειδίου καὶ τῶν ὁμοίων τούτῳ, καί τις ὑμῶν τῶν πολλῶν καὶ δημοτικῶν ἁμαρτὼν εἴς τινα τούτων, μὴ τοιαῦθ᾽ οἷα Μειδίας εἰς ἐμέ, ἀλλ᾽ ὁτιοῦν ἄλλο, εἰς δικαστήριον εἰσίοι πεπληρωμένον ἐκ τούτων, τίνος συγγνώμης ἢ τίνος λόγου τυχεῖν ἂν οἴεσθε; ταχύ γ᾽ ἂν χαρίσαιντο, οὐ γάρ; ἢ δεηθέντι τῳ τῶν πολλῶν προσσχοῖεν, ἀλλ᾽ οὐκ ἂν εὐθέως εἴποιεν «τὸν δὲ βάσκανον, τὸν δ᾽ ὄλεθρον, τοῦτον δ᾽ ὑβρίζειν, ἀναπνεῖν δέ; ὃν εἴ τις ἐᾷ ζῆν, ἀγαπᾶν δεῖ;» [210] μὴ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τούτοις τοῖς οὕτω χρησαμένοις ἂν ὑμῖν ἄλλως πως ἔχεθ᾽ ὑμεῖς, μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ᾽ ὑμᾶς αὐτούς. πολλὰ τούτοις ἀγάθ᾽ ἐστίν, ἃ τούτους οὐδεὶς κωλύει κεκτῆσθαι· μὴ τοίνυν μηδ᾽ οὗτοι τὴν ἄδειαν, ἣν ἡμῖν κοινὴν οὐσίαν οἱ νόμοι παρέχουσι, κωλυόντων κεκτῆσθαι. [211] οὐδὲν δεινὸν οὐδ᾽ ἐλεινὸν Μειδίας πείσεται, ἂν ἴσα κτήσηται τοῖς πολλοῖς ὑμῶν, οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀποκαλεῖ, ἃ δὲ νῦν περιόντ᾽ αὐτὸν ὑβρίζειν ἐπαίρει, περιαιρεθῇ. οὐδ᾽ οὗτοι δήπου ταῦθ᾽ ὑμῶν εἰσι δίκαιοι δεῖσθαι, «μὴ κατὰ τοὺς νόμους δικάσητ᾽, ἄνδρες δικασταί· μὴ βοηθήσητε τῷ πεπονθότι δεινά· μὴ εὐορκεῖτε· ἡμῖν δότε τὴν χάριν ταύτην». ταῦτα γάρ, ἄν τι δέωνται περὶ τούτου, δεήσονται, κἂν μὴ ταῦτα λέγωσι τὰ ῥήματα. [212] ἀλλ᾽ εἴπερ εἰσὶ φίλοι καὶ δεινὸν εἰ μὴ πλουτήσει Μειδίας ἡγοῦνται, εἰσὶ μὲν εἰς τὰ μάλιστ᾽ αὐτοὶ πλούσιοι, καὶ καλῶς ποιοῦσι, χρήματα δ᾽ αὐτῷ παρ᾽ ἑαυτῶν δόντων, ἵν᾽ ὑμεῖς μὲν ἐφ᾽ οἷς εἰσήλθετ᾽ ὀμωμοκότες δικαίως ψηφίσησθε, οὗτοι δὲ παρ᾽ αὑτῶν τὰς χάριτας, μὴ μετὰ τῆς ὑμετέρας αἰσχύνης, ποιῶνται. εἰ δ᾽ οὗτοι χρήματ᾽ ἔχοντες μὴ πρόοιντ᾽ ἄν, πῶς ὑμῖν καλὸν τὸν ὅρκον προέσθαι;


[205] Οι υποστηρικτές του τον υπερασπίζονται όχι τόσο, μά τους θεούς, επειδή θέλουν να τον ευχαριστήσουν, όσο για να βλάψουν εμένα εξαιτίας της προσωπικής έχθρας που αυτός ο άνθρωπος ισχυρίζεται επίμονα, είτε εγώ το παραδέχομαι είτε όχι, ότι υπάρχει ανάμεσά μας· αλλά έχει άδικο· είναι όμως πιθανό καμιά φορά η υπερβολική επιτυχία να κάνει τους ανθρώπους φορτικούς· ενώ εγώ και μετά από όσα έπαθα δεν τον θεωρώ εχθρό μου, αυτός ακόμη και όταν τον συγχωρώ, δεν παύει την εχθρότητά του για μένα, αλλά παρουσιάζεται αντίπαλός μου ακόμη και σε ξένους δικαστικούς αγώνες· σήμερα θα ανεβεί στο βήμα και θα απαιτήσει να στερηθώ και αυτήν ακόμη την προστασία που εξασφαλίζουν οι νόμοι σε όλους· δεν είναι ο άνθρωπος αυτός πολύ ενοχλητικός και ισχυρότερος από όσο συμφέρει στον καθένα σας; [206] Επιπλέον, Αθηναίοι, όταν ο λαός καταδίκασε τον Μειδία, ο Εύβουλος καθόταν στο θέατρο χωρίς, όπως ξέρετε, να σηκωθεί από τη θέση του, ούτε όταν τον φώναζαν με το όνομά του ούτε όταν τον ικέτευε και τον εκλιπαρούσε ο Μειδίας. Αν όμως πίστευε ότι η προβολή αφορούσε κάποιον που δεν είχε παρανομήσει καθόλου, τότε θα ήταν καθήκον του βέβαια να υπερασπισθεί τον φίλο του και να τον βοηθήσει· αν αντίθετα τότε αρνήθηκε να τον υποστηρίξει, επειδή γνώριζε την ενοχή του, ενώ τώρα θα ζητήσει την αθώωσή του, επειδή έχει συγκρουσθεί μαζί μου, δεν είναι τιμητικό για σας να του κάμετε τη χάρη. [207] Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν πρέπει να υπάρχει κανένας τόσο ισχυρός που με τη συνηγορία του να πετυχαίνει να εξυβρίζεται ο ένας και να μην τιμωρείται ο άλλος. Εάν όμως θέλεις να με κακομεταχειρισθείς, Εύβουλε, —μολονότι εγώ τουλάχιστον, μά τους θεούς, δεν ξέρω για ποιάν αιτία— έχεις δύναμη και πολιτική επιρροή να μου επιβάλεις οποιαδήποτε νόμιμη ποινή θέλεις· αλλά μη μου στερείς τη δικαίωση για τις προσβολές τις οποίες δέχτηκα παράνομα. Αν αντίθετα δεν κατορθώσεις να με βλάψεις με αυτόν τον τρόπο, θα είναι ακόμη μία απόδειξη της αθωότητάς μου το γεγονός ότι, αν και εύκολα επιτιμάς τους άλλους, δεν έχεις κανένα έρεισμα για να κατακρίνεις εμένα.
[208] Έχω επίσης πληροφορηθεί ότι και ο Φιλιππίδης, ο Μνησαρχίδης, ο Διότιμος από την Ευωνύμεια και μερικοί άλλοι πλούσιοι και τριήραρχοι θα σας παρακαλέσουν και θα σας ικετεύσουν να αθωώσετε τον Μειδία, επειδή θεωρούν δίκαιο να τους κάμετε αυτή τη χάρη. Σχετικά με αυτούς δεν θα μπορούσα να πω τίποτε υποτιμητικό —αυτό θα ήταν τρέλα—, αλλά θα αναφέρω όσα πρέπει να έχετε στον νου σας και να σκέπτεσθε, όταν αυτοί θα σας παρακαλούν. [209] Σκεφθείτε, κύριοι δικαστές, αν οι άνθρωποι αυτοί μαζί με τον Μειδία και τους ομοίους του γίνονταν κύριοι της πολιτείας — πράγμα που μακάρι να μη συμβεί ποτέ και ούτε θα συμβεί· σκεφθείτε επίσης αν κάποιος από σας, κάποιος από τον λαό και δημοκρατικός, ο οποίος αδίκησε έναν από αυτούς —όχι τόσο σοβαρά όσο εμένα ο Μειδίας, αλλά με οποιονδήποτε άλλον τρόπο—, δικαζόταν από δικαστήριο που το αποτελούν αυτοί· ποιά συγγνώμη ή ποιά δικαιολογία νομίζετε ότι θα εύρισκε από μέρους τους; Θα του έδειχναν αμέσως τη συμπάθειά τους, δεν είναι έτσι; Ή θα πρόσεχαν την παράκληση κάποιου από το πλήθος και δεν θα έλεγαν αμέσως: «Ο υβριστής! Ο αχρείος! Πρέπει να μας φέρεται προσβλητικά και να ζει; Αυτός που πρέπει να είναι ευχαριστημένος αν τον αφήνουμε να ζει!» [210] Μη λοιπόν, Αθηναίοι, σε αυτούς που θα σας συμπεριφέρονταν έτσι φερθείτε διαφορετικά· ούτε να θαυμάζετε τον πλούτο και τη φήμη τους αλλά τους εαυτούς σας. Έχουν πολλά αγαθά, τα οποία κανείς δεν τους εμποδίζει να τα έχουν· ας μη μας εμποδίζουν όμως και αυτοί να αποκτήσουμε την προστασία την οποία μας εξασφαλίζουν οι νόμοι ως κοινή περιουσία. [211] Δεν θα πάθει δα τίποτε φοβερό και αξιολύπητο ο Μειδίας, αν αποκτήσει ίσα αγαθά με τους περισσότερους από σας, που τώρα βρίζει και αποκαλεί φτωχούς, και αν του αφαιρεθούν τα πλούτη, που τώρα του περισσεύουν και τον παρακινούν σε αναιδή συμπεριφορά. Ούτε βέβαια οι άνθρωποι αυτοί έχουν το δικαίωμα να σας παρακαλέσουν: «Μην τον δικάσετε σύμφωνα με τους νόμους, κύριοι δικαστές· μη βοηθήσετε έναν άνθρωπο που έπαθε φοβερά πράγματα· μην τηρείτε τον όρκο σας· κάντε μας αυτή τη χάρη». Αν ζητήσουν κάτι για όφελος του Μειδία, αυτά θα ζητήσουν, έστω και αν δεν μεταχειρισθούν τις ίδιες λέξεις. [212] Αλλά, εάν βέβαια είναι φίλοι του και θεωρούν φοβερό πράγμα το να μην πλουτίσει ο Μειδίας, αυτοί οι ίδιοι είναι πάρα πολύ πλούσιοι και καλά κάνουν· ας του δώσουν λοιπόν από τα δικά τους χρήματα, ώστε και σεις να λάβετε δίκαιη απόφαση και να τηρήσετε τον όρκο που δώσατε όταν μπήκατε στο δικαστήριο και αυτοί να φαίνονται γενναιόδωροι από δικά τους έξοδα και όχι σε βάρος της δικής σας αξιοπρέπειας. Αν όμως αυτοί, ενώ διαθέτουν περιουσία, δεν είναι πρόθυμοι να την παραχωρήσουν, πώς θα ήταν έντιμο να παραβείτε σεις τον όρκο σας;